Α.  Σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπ. αριθμ.329/2020 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς :

    «..Το ενάγον και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ», ισχυρίστηκε στην αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι το έτος 1817 αμέσως μετά την έναρξη της, Αγγλικής κυριαρχίας ανεγέρθηκε στο νησί των Κυθήρων λοιμοκαθαρκτήριο (γνωστό ως «Λαζαρέτο») με πόρους της κεντρικής και της τοπικής κυβέρνησης και με εργασία ντόπιων, σε ακίνητο επιφανείας 1.757,46 τ.μ., κείμενο στο Καψάλι Κυθήρων στον πίσω γιαλό, όπως αποτυπώνεται με τον περιβάλλοντα χώρο του στο συνημμένο στην αγωγή από Δεκεμβρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………….., τα δε τρία επιμέρους κτίσματα αυτού έχουν συνολική επιφάνεια 371,45 τ.μ.

       Ότι το λοιμοκαθαρτήριο συνιστούσε ακίνητο που εξυπηρετούσε ειδικό σκοπό, σχετιζόμενο με τη δημόσια υγεία και την προστασία αυτής στο νησί των Κυθήρων και υπό την ιδιότητα του αυτή ανήκε στην εγχώρια περιουσία της νήσου Κυθήρων, που διαχειρίζεται το ενάγον Ν.Π.Δ.Δ., αφού κατασκευάσθηκε σε έδαφος αυτής, με χρήματα και του τοπικού ταμείου και της τοπικής κυβέρνησης και παρέμεινε και εξυπηρετούσε αποκλειστικά τον συγκεκριμένο σκοπό για το νησί των Κυθήρων, ενώ παράλληλα η συντήρηση και η κάλυψη των εξόδων του γινόταν αποκλειστικά από πόρους του τοπικού ταμείου των Κυθήρων.

      Ότι ενώ το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε στο ακίνητο αυτό δικαίωμα μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, το έτος 1932 φέρεται να μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στον …………….., κάτοικο Κυθήρων, με το υπ’ αριθ. …………/20-2-1932 πωλητήριο έγγραφο της διοίκησης δημοσίων κτημάτων, στο οποίο η έκταση του οικοπέδου αναφερόταν ως 500 περίπου τ.μ, χωρίς ωστόσο το συγκεκριμένο πωλητήριο να μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Κυθήρων.

       Ότι περαιτέρω το επίδικο ακίνητο μετά των κτιρίων του λοιμοκαθαρτηρίου και τον περιβάλλοντα αυτού χώρο πωλήθηκε στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο με το με αριθμό …./29-12-1998 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών . …….., o oποίος αγόρασε οικόπεδο εμβαδού 2.540 τ.μ., αντί αναγραφομένου τιμήματος 60.000.000 δρχ. Ότι ο εναγόμενος ουδέποτε απέκτησε με νόμιμο τίτλο και τρόπο την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αφού αυτό ανήκει στην εγχώρια περιουσία Κυθήρων, που διαχειρίζεται το ενάγον ΝΠΔΔ, ως κτίριο που εξυπηρετούσε ειδικό σκοπό, ως πράγμα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτο χρησικτησίας.

      Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της εγχώριας περιουσίας της νήσου Κυθήρων, το ενάγον ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι το ως άνω ακίνητο ανήκει στην Εγχώρια Περιουσία της νήσου Κυθήρων, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και οποιοσδήποτε τρίτος έλκει από αυτόν δικαιώματα να το αποδώσουν στον ενάγον υπό την ιδιότητά του ως αποκλειστικού διαχειριστή της Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το ενάγον με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του. Εξάλλου ο εναγόμενος επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ένστασης ιδίας κυριότητας λόγω έκτακτης χρησικτησίας με προσμέτρηση του χρόνου των δικαιοπαρόχων του, παραγραφής και κατάχρησης δικαιώματος.

    «…..Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1815, η Επτάνησος αναγνωρίσθηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων» και περιήλθε υπό την προστασία της Αγγλίας. Το νέο κράτος είχε Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα και τοπικές κυβερνήσεις σε κάθε νήσο με επικεφαλής «έπαρχους» και «επαρχιακά συμβούλια». Δηλαδή κάθε μία νήσος αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτοτελή μονάδα ομοσπονδιακού κράτους, η δε δημόσια περιουσία, η οποία ήταν αποχωρισμένη από την Γενική Οικονομία του κράτους, ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε νήσο, διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου Πολιτείας. Η περιουσία αυτή κάθε νήσου (διακρινόμενη από την κρατική και ιδιωτική) ονομαζόταν «επιχώρια» ή «εγχώρια» περιουσία. Αυτά προκύπτουν από το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του έτους 1817, με το οποίο είχε παραχωρηθεί στα Ιόνια νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την ΚΣΤ΄ Πράξη της 11.8.1834 της Ε΄ Γερουσίας, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του Συντάγματος του 1817 και διέκρινε ρητώς την επιχώρια οικονομία κάθε νήσου από τη Γενική Οικονομία του κράτους, καθόρισε τα έσοδα του επιχωρίου ταμείου και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής διοικήσεως κάθε νήσου επί των μη ιδιωτικών κτημάτων (άρθρα 5, 6 και Προοίμιο αυτής), καθώς επίσης και από την όμοια  Ι΄ Πράξη της Η΄ Γερουσίας της 14/26.5.1845, η οποία στο άρθρο 1 περιέλαβε ανάλογη ρύθμιση. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), με το νόμο ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας», ο οποίος (άρθρα 10 – 15) διατήρησε και αναγνώρισε ρητώς τις εγχώριες περιουσίες των Ιονίων νήσων και ανέθεσε απλώς τη διοίκηση τους (άρθρο 11) σε επιτροπή, μέχρις ότου ιδιαίτερος νόμος για κάθε μέσο ρυθμίσει τη διανομή τους «κατά δήμους». Πράγματι μετά το νόμο αυτό, εκδόθηκαν ιδιαίτεροι νόμοι για τα περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες αυτών διαλύθηκαν και διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες ανάλογα με τον πληθυσμό τους, χωρίς όμως τα επί μέρους στοιχεία των περιουσιών αυτών να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο.

     Έτσι για τη Λευκάδα, Ζάκυνθο, Κεφαλληνία και Κέρκυρα, εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι νόμοι ΨΞβ΄ της 27.12.1878 – ΦΕΚ 2/1879, ΥΙΓ της 27.5.1871 – ΦΕΚ 24/1871, ΨΓ της 9.11.1878 – ΦΕΚ 64/1878 και ΑΦΓ της 28.5.1887 – ΦΕΚ 142/1887. Ανάλογος όμως νόμος δεν εκδόθηκε για τα Κύθηρα, όπως και για την Ιθάκη και τους Παξούς, ίσως λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της εγχώριας περιουσίας των νήσων αυτών. Επομένως, για τα Κύθηρα, εξακολούθησε υφιστάμενο το παραπάνω νομικό καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας, τις προαναφερθείσες πράξεις της Ε΄ Γερουσίας του 1834 και της Η΄ Γερουσίας του 1845 και αναγνωρίσθηκε και διατηρήθηκε, στη συνέχεια, με το v. PN/1866.

   Η άποψη αυτή ενισχύεται, κατά τρόπο σαφή, από το γεγονός ότι μεταγενέστεροι του ν. ΡΝ/1866 νόμοι, ρύθμισαν ειδικώς τα της διαχειρίσεως της εγχώριας περιουσίας της νήσου Κυθήρων, όπως ο ν. 2355/1920, το ν.δ. 617/1941 και ο ν. 514/1943, οι οποίοι σε τίποτε δεν αλλοίωσαν το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της εγχώριας περιουσίας των Κυθήρων και περιορίσθηκαν απλώς στο να ρυθμίζουν, κάθε φορά, θέματα σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οποίας θεωρούσαν δεδομένο.   Τελική νομοθετική ρύθμιση για την εγχώρια περιουσία της νήσου Κυθήρων είναι το άρθρο 84 του ν. 1416/1984 σύμφωνα με το οποίο «1. Η  «εγχώρια περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων» αποτελεί διακοινοτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων και Αντικυθήρων. Η περιουσία αυτή περιλαμβάνει : α) Όλες τις εκτάσεις των νησιών είτε είναι κοινόχρηστες δασικές ή χορτολιβαδικές, είτε αγροτικά ή αστικά ή άλλης κατηγορίας ακίνητα, που δεν ανήκουν σε ιδιώτες ή βάσει νόμιμων τίτλων κτήσης κυριότητας στο δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου ή σε κατ’ ιδίαν κοινότητες. β) Την κινητή και ακίνητη περιουσία των ιερών προσκυνημάτων της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης και του Αγίου Ιωάννου του «εν κρημνώ» και των ανηκόντων σ’ αυτά παρεκκλησίων και γ) Τις νησίδες που βρίσκονται γύρω από τα Κύθηρα. 2. Η διαχείριση της περιουσίας της προηγούμενης παραγράφου ανήκει αποκλειστικά στην «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας», που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Κοινότητα Κυθήρων και υπόκειται στην εποπτεία του κράτους, που υπόκεινται και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης του νησιού. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, η διαχείριση της παραπάνω περιουσίας μπορεί να ανατεθεί σε αναπτυξιακό σύνδεσμο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. 3. Η επιτροπή όσον αφορά τη διαχείριση της «εγχώριας περιουσίας» έχει, χωρίς εξαίρεση, όλες τις αρμοδιότητες, δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για τη διαχείριση της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας, καθώς και όλα τα δικαιώματα, δυνατότητες και απαλλαγές που παρέχει η νομοθεσία στους οργανισμούς αυτούς. Έχει επίσης όλα τα μέσα έννομης προστασίας της «εγχώριας περιουσίας» που έχει το δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για την προστασία των δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων».

    Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εξεδόθη το π.δ. 272/1985 «Οργάνωση και αρμοδιότητες του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων», που τροποποιήθηκε με το π.δ. 138/2004 «Προσαρμογή διατάξεων του π.δ. 272/1985 σε αυτές του ν. 2539/1997 κλπ».

      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εγχώρια περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων αποτελεί διακοινοτική περιουσία, που ανήκει κατά κυριότητα στο σύνολο των Δήμων και Κοινοτήτων της νήσου (ήδη μόνο στο Δήμο Κυθήρων, που απέμεινε μετά την κατάργηση των λοιπών Κοινοτήτων, κατ’ άρθρο 1 § 2 περ. 5.2 Α.4 του ν. 3852/2010) και η Επιτροπή του ν. ΡΝ/1866, του ν. 2355/1920 κλπ περιορίζεται απλώς στη διαχείριση και προστασία της, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι κανένας από τους νόμους αυτούς δεν προικοδότησε με ίδια περιουσία την εν λόγω Επιτροπή (ΣτΕ 1956/1986 ΝοΒ 35.419).

     Κατά ρητή πρόβλεψη του παραπάνω άρθρου 84 § 3 του ν. 1416/1984, αλλά και κατά λογική ακολουθία όσων προαναφέρθηκαν, για την προστασία της εγχώριας περιουσίας εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις περί προστασίας της περιουσίας των ΟΤΑ, δηλ. οι διατάξεις του ν.δ. 31/1968 (ΕφΠειρ 702/2019 www.efeiopeir.gr, ΕφΠειρ 446/2011 αδημ., Τσουλούφης η επιχώρια περιουσία στις νήσους του Ιονίου ΕλλΔνη 1996.1470).  Κατά την αρχική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ/τος αυτού, η ισχύς του οποίου κατ’ άρθρο 7 άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημ. της Κυβερνήσεως, δηλ. από 2/12/1968, «Αι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 24 του Α.Ν. 1539/1938 ‟περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, δια την προστασίαν των κτημάτων αυτών».

       Αλλά και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 1416/1984 η διάταξη έχει ως εξής: «Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αναγκαστικού νόμου 1539/1938 (ΦΕΚ Α’ 488)». Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του άνω α.ν. «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντας νόμους». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των  OTA, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μόνο μέχρι την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος ν.δ/τος 31/1968, δηλ. μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968. Κατά συνέπεια επί των ακινήτων αυτών ήταν επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον που τα διεκδικεί, είτε υπό τις διατάξεις του Ιονίου Αστικού Κώδικα (άρθρα  593, 2092 και 2063 και  άρθρα 64 και 65 του Εισ.Ν.Α.Κ), είτε υπό τον ΑΚ (1045) μετά την εισαγωγή του, με την προϋπόθεση ότι ο χρόνος αυτής (30 έτη και 20 έτη αντίστοιχα) είχε συμπληρωθεί μέχρι την 2/12/1968, οπότε άρχισε η ισχύς του ν.δ/τoς 31/1968 (ΑΠ 11/2019, ΑΠ 473/2010, ΑΠ 1005/2009 ΝΟΜΟΣ).

    Εξάλλου, με βάση το Σύνταγμα του 1817 της Ιονίου Πολιτείας, στα Ιόνια νησιά η περιουσία διακρινόταν στην εγχώριο, στην δημόσια και την ιδιωτική. Το Ελληνικό Δημόσιο ήταν δυνατό να αποκτήσει κυριότητα επί ακινήτων, με νόμιμο τίτλο κυριότητας, είτε  κατά τον Ιόνιο Πολιτικό Κώδικα, είτε με βάση ειδικούς νόμους που ίσχυσαν μετά την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα, όπως το νόμο περί προστασίας δημοσίων κτημάτων 21.6.1837,  ο οποίος ίσχυσε ίσχυε στα Ιόνια Νησιά μετά την έκδοση του ν. ΡΝ/1866, με το άρθρο 2 του οποίου, καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402 – 409 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα. Κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16  του άνω νόμου δημόσια κτήματα είναι, όλα τα από ιδιώτες ή Κοινότητες μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες, καθώς και εκείνα των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη και κληρονόμους (ΑΠ 11/2019, ΑΠ 957/2015, ΑΠ 1478/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η επιχώριος ή εγχώριος περιουσία περιλάμβανε κάθε είδος περιουσία – κυρίως τη γη -, που δεν ανήκε στην ιδιωτική κτήση, ενώ δεν ανήκαν σ΄ αυτή τα κτίρια των οποία είχαν ανεγερθεί από την Κεντρική Κυβέρνηση του Ιονίου Κράτους, για τις δικές της υπηρεσίες και χρησίμευαν για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών, σύμφωνα με τη διάκριση του Συντάγματος του 1817 και του 10ου νόμου του Η’ Κοινοβουλίου (Γ. Κασιμάτης Ο θεσμός της εγχώριας περιουσίας στο συνέδριο Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 2005 σ. 245). Προκειμένου για την Κέρκυρα και κατόπιν αμφισβήτησης με την Εγχώρια Περιουσία Κέρκυρας  το θέμα ρυθμίστηκε ρητώς με το ν. ΑΦΔ/1887  και  αναγνωρίστηκε η κυριότητα υπέρ του Δημοσίου για τα ακίνητα που χρησίμευσαν για τον αρμοστή, γερουσία, δημόσιες αρχές, βουλευτήριο, κτλ και μεταξύ αυτών και το λοιμοκαθαρτήριο (Γνωμοδότηση Σόντη – Απόστολου Γεωργιάδη  της 14.12.1970)…..»

       Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, τις υπ’ αριθ. ……….ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων …………, που λήφθηκαν νομότυπα με την επιμέλεια του εναγόμενου, μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …./21-7-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Ειρηνοδικείου Κυθήρων ………), χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η με αρ. …./20.6.2017 ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων ……….., που ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος, αφού, όπως ο ίδιος ο εξετασθείς αναφέρει, είναι εν ενεργεία Πρόεδρος της Επιτροπής Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων, δηλαδή κατά τον χρόνο της κατάθεσής του ήταν Πρόεδρος του διαδίκου ΝΠΔΔ, εκπροσωπώντας αυτό δικαστικά και εξώδικα (άρθρο 5 § 1 γ του π.δ. 272/1985), με συνέπεια η άνω ένορκη βεβαίωση του νόμιμου εκπροσώπου του διαδίκου νομικού προσώπου να συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ  2077/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013), καθώς και από όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις τους ισχυρισμών, αποδεικνύονται τα εξής κρίσιμα για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά :

     «Το επίδικο ακίνητο, έκτασης 1.757,46 τ.μ., βρίσκεται στη νήσο Κύθηρα, στον οικισμό Καψάλι, τοποθεσία ……….., στη θέση ……, όπως αποτυπώνεται και εμφαίνεται στο από Δεκεμβρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …… με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ,Α και συνορεύει, σύμφωνα με αυτό, βορειοδυτικά, επί τεθλασμένης πλευράς ΑΒΓΔΕΖΗΘ, συνολικού μήκους 44,91 μέτρων, με δημοτική οδό μεταβλητού πλάτους, βορειοανατολικά σε πλευρά ΘΙΚ συνολικού μήκος 30,90 μέτρων με αγροτική οδό μεταβλητού πλάτους, νοτιοανατολικά σε πλευρά ΚΑ μήκους 19,68 μέτρων με ιδιοκτησία ………., νότια – νοτιοδυτικά σε πλευρές ΜΑ μήκους 11,80 μέτρων και ΜΝ μήκους 22,22 μέτρων με ιδιοκτησία ………… και νοτιοδυτικά σε πλευρά ΝΞΑ συνολικού μήκους 32,20 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …………. και ………..  

  « Επί του ακινήτου αυτού ανεγέρθηκε μετά την έναρξη της Αγγλικής κυριαρχίας (1817) το λοιμοκαθαρτήριο Κυθήρων, το οποίο αποτελείται από συγκρότημα κτιρίων – αιθουσών 6 δωματίων σε σχήμα Π, συνολικής επιφάνειας των κτισμένων τμημάτων (115,14 τ.μ., 150,11 τ.μ. και 106,20 τ.μ. =) 371,45 τ.μ. και μαζί με την εσωτερική αυλή 884,9 τμ. Το λοιμοκαθαρτήριο Κυθήρων θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του είδους στον ελλαδικό χώρο, εντασσόμενο στους θεσμούς υγειονομικής επιτήρησης στα νησιά του Ιονίου την περίοδο των ευρωπαϊκών κυριαρχιών. Τα λοιμοκαθαρκτήρια ή λαζαρέτα βρίσκονταν έξω από τα λιμάνια των πόλεων, σε απομονωμένους χώρους ή νησιά, είχαν περίβολο και φρουριακό χαρακτήρα, με σκοπό να εμποδίσουν την έξοδο των προερχόμενων από άλλες χώρες ταξιδιωτών που διέμεναν υποχρεωτικά σ΄ αυτά και την επικοινωνία αυτών με το λιμάνι, την πόλη ή την ενδοχώρα, τη δε διοίκησή τους αναλάμβαναν λαϊκοί ή μοναχοί με την άμεση επίβλεψη των κρατικών αρχών. Επί βρετανικής προστασίας τα Κύθηρα αναβαθμίστηκαν και το Καψάλι αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια των Ιονίων Νήσων, ώστε κρίθηκε απαραίτητη η οικοδόμηση ενός λοιμοκαθαρτηρίου (λαζαρέτου), το οποίο περατώθηκε το 1817, με δαπάνη της κεντρικής κυβέρνησης και εν μέρει του τοπικού συμβουλίου της νήσου, αποτελώντας μέρος του γενικότερου προγράμματος έργων ανάπτυξης στο νησί. Με την Ένωση των Ιονίων νήσων με το Ελληνικό Βασίλειο τα λοιμοκαθαρκτήρια μεταβιβάσθηκαν στην κυριότητα των Ελληνικών υγειονομικών υπηρεσιών, η δραστηριότητα των οποίων λόγω της ύφεσης των μεγάλων επιδημιών το 19ο αιώνα σταδιακά εμφάνισε μείωση. Το λοιμοκαθαρκτήριο Κυθήρων τα τελευταία χρόνια της βρετανικής προστασίας είχε χάσει την αρχική του χρήση, καθώς χρησιμοποιήθηκε ως βάση ανεφοδιασμού των Άγγλων και παράλληλα λειτούργησε περιστασιακά και ως φυλακή, όταν οι χώροι κράτησης που βρίσκονταν στο Κάστρο της Χώρας δεν επαρκούσαν. Με αυτά τα δεδομένα ως ακίνητο που είχε κατασκευασθεί από την Αγγλική Διοίκηση και ήταν προορισμένο για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, εξαιρέθηκε από την εγχώριο περιουσία και πέρασε απευθείας στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. Μαρία Πλέσσα το λοιμοκαθαρκτήριο και οι υγειονομικοί σταθμοί των Κυθήρων 2007, Διπλωματική Εργασία, στο παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ, σ.85, 86, η οποία ερεύνησε τα αρχεία της Αγγλικής Διοίκησης, της ιδίας Θεσμοί υγειονομικής επιτήρησης στα Νησιά του Ιονίου στο τιμητικό τόμο «Ιστορίας Μέριμνα» αφιερωμένο στον καθηγητή Λεοντσίνη 2011  και Γ. Κασιμάτης ο.π.).”

    « Είναι άξιο μνείας ότι για το αντίστοιχο «λαζαρέτο» της Κέρκυρας αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προεκτέθηκε, με τον σχετικό νόμο ΑΦΔ/1887. Σε κάθε περίπτωση το κτίσμα του λαζαρέτου Κυθήρων με τον περιβάλλοντα χώρο του ως αδέσποτο, δηλαδή μη εξουσιαζόμενο από κανένα κατά την Ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Βασίλειο, πέρασε απευθείας στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Το συγκεκριμένο ακίνητο έμεινε επί πολλά χρόνια αναξιοποίητο, ήτοι έως το έτος 1932, καθώς δεν αποδείχθηκαν από το ενάγον, το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιονδήποτε τρίτον πράξεις εξουσίασης σ΄ αυτό, ώστε έχοντας αποβάλει το χαρακτήρα του ως εκτός συναλλαγής, για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού και σε κάθε περίπτωση ως αδέσποτο, περιλαμβανόταν στην ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Κατόπιν αυτών οι πρώτοι και δεύτερος λόγοι της έφεσής του εκκαλούντος, το οποίο υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβανόταν στην Εγχώριο Περιουσία της νήσου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, το έτος 1932 με το υπ’ αριθ. …………/20-2-1932 πωλητήριο, το οποίο υπογράφηκε από τον επί των Οικονομικών Υπουργό με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η Διοίκηση Δημοσίων Κτημάτων εκποίησε στον ………….. το επίδικο λοιμοκαθαρτήριο με προαύλιο και συνεχόμενο οικόπεδο, συνολικής έκτασης 500 περίπου τ.μ. και  ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο άνω πωλητήριο, : «κτίριον αποτελούμενον εξ 6 δωματίων μετά προαυλίου και συνεχόμενου οικοπέδου, κείμενο εν τω χωρίω Καψαλίου Κυθήρων, συνορευόμενον ανατολικώς και μεσημβρινώς με άμπελον και αγρό ιδίου αγοραστού, αρκτικώς με οικίαν κληρονόμων …………. και δυτικώς με κοινοτικόν δρόμον», αντί τιμήματος δραχμών δέκα χιλιάδων».

    Το εκκαλούν με τις έγγραφες προτάσεις του ζητά να επιδειχθεί το πρωτότυπο του άνω τίτλου, όμως ο τίτλος αυτός προσκομίζεται σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο αυτού από τη Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών (με στρογγυλή σφραγίδα, επικύρωση με ημερομηνία 31.7.2017 και την υπογραφή της προϊσταμένης αυτής …………), ώστε να έχει ισχύ ίση με το πρωτότυπο (άρθρο 11 § 3 του ν. 2690/1999, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4250/2014). Άλλωστε η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων έχει καταργηθεί και στα Δικαστήρια όλων των βαθμών με το άρθρο 1 § 2 του ν. 4250/2014. Κατόπιν αυτών το αίτημα επίδειξης εγγράφων πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αλλά και ως αλυσιτελές, αφού έχει ήδη ικανοποιηθεί. Όμως το προαναφερόμενο πωλητήριο ουδέποτε μεταγράφηκε στο οικείο Υποθηκοφυλακείο Κυθήρων, ώστε ο ………….. να μην αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου που αναφερόταν σ΄ αυτόν (του Λαζαρέτου και του περιβάλλοντος αυτού χώρου) με παράγωγο τρόπο. Εξάλλου ο ίδιος με το υπ’ αριθ. ……………/1907 συμβόλαιο συστάσεως ισοβίου προσόδου του συμβολαιογράφου Κυθήρων ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων και με το υπ’ αριθ. ……../1907 προικοσυμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε ομοίως νόμιμα, είχε αποκτήσει την κυριότητα δύο συνεχόμενων αγροκτημάτων, κείμενων στην επίδικη περιοχή «…………..», συνολικής επιφάνειας 48 περίπου στρεμμάτων, το δεύτερο από τα οποία, όπως περιγράφεται στον τίτλο του, συνορεύει και με «λοιμοκαθαρτήριον». Από το έτος 1932 ο …………. χρησιμοποιούσε το επίδικο ακίνητο ως βοηθητικό χώρο της παρακείμενης οικίας του, για τη σταύλιση αιγοπροβάτων του, την εκτροφή κουνελιών και ορνίθων, για την αποθήκευση ζωοτροφών και ελιών, μετά τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου από τα παρακείμενα ελαιόφυτα ιδιοκτησίας του, μέχρι τη μεταφορά του για τη παραγωγή ελαιολάδου (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……/31-7-2017 ένορκη βεβαίωση του …………, γεννημένου το έτος 1939 στον Κάλαμο Κυθήρων και μόνιμου κατοίκου κατά δήλωση του Καλάμου Κυθήρων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων . ….). Στη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου επιτάχθηκε από τις Ιταλικές αρχές κατοχής και χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή για να επανέλθει μετά το τέλος της κατοχής στην κατοχή του ………… Μετά τη μετανάστευση του ……… στην Αυστραλία το έτος 1951, με τα  9 από τα 11 τέκνα του, τη διαχείριση, εκμετάλλευση και επιτήρηση των περιουσιακών του στοιχείων στα Κύθηρα, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου «λαζαρέτου» ανέλαβαν οι δύο θυγατέρες του ………….και …………, ………….., οι οποίες παρέμειναν στα Κύθηρα, αρχικά για λογαριασμό του πατέρα τους και μετά τον θάνατο του κατά το έτος 1953 για λογαριασμό των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα κατωτέρω. Συγκεκριμένα, οι ως άνω θυγατέρες του ………… κατά την περίοδο 1953 – 1960 μίσθωσαν και παραχώρησαν το επίδικο «λαζαρέτο» μαζί με το πατρικό τους σπίτι στον …………. και τη σύζυγο του ……………, οι οποίοι διέμεναν στην κύρια οικία και χρησιμοποιούσαν το επίδικο ακίνητο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο για την σταύλιση προβάτων, την αποθήκευση ζωοτροφών και ελιών (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …../1-8-2017 ένορκη βεβαίωση της …………., γεννημένης το έτος 1948 στα Κύθηρα και μόνιμης κατοίκου κατά δήλωσή της Χώρας Κυθήρων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων ……….). Από το έτος 1956 μέχρι το έτος 1984 στην ίδια ως άνω περιουσία, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου ακινήτου, εγκαταστάθηκαν ως μισθωτές οι αδελφοί ………., τέκνα του ….. …., που ήταν αγροκτηνοτρόφοι και χρησιμοποιούσαν το επίδικο «λαζαρέτο» για τον εγκλεισμό αγελάδων και αιγοπροβάτων, την εκτροφή ορνίθων και γενικά το σταύλισμα των ζώων τους, ενώ σε τμήμα των κτισμάτων αυτού αποθήκευαν ζωοτροφές, ελιές και σιτηρά (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. …./31-7-2017 ένορκη βεβαίωση του ……….., γεννημένου το έτος 1948 στα Κύθηρα και μόνιμου κατοίκου κατά δήλωση του Καψαλίου Κυθήρων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Κυθήρων ………..). Μετά την κατά το έτος 1986 ανακήρυξη του «λαζαρέτου» ως διατηρητέου μνημείου, λόγω της ιδιότητας του ως κτιρίου της αγγλοκρατίας, από τα αξιολογότερα που σώζονται στο Καψάλι Κυθήρων και ως συνδεόμενο άμεσα με τις ιστορικές μνήμες του νησιού, δυνάμει της με στοιχεία Β1/Φ26/20819/529/18-6-1986 απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, έπαυσε η παραπάνω χρήση του και εκμετάλλευσή του από τους κληρονόμους του ………….., οι οποίοι ωστόσο εξακολούθησαν δια των αναφερομένων ανωτέρω αντιπροσώπων τους να το εποπτεύουν, να το επιβλέπουν, να φυλάσσουν τα όρια του, να προβαίνουν σε καταμετρήσεις του με τη σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, για τη σύνταξη των κατωτέρω αναφερόμενων συμβολαιογραφικών πράξεων αποδοχών κληρονομιάς, διανεμητηρίων, πωλητηρίου, καθώς επίσης για την συμπλήρωση – διόρθωση των κτηματολογικών του στοιχείων. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε, στις 9-9-1953 ο …….. απεβίωσε στην Αυστραλία, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του …………….. και από τα έντεκα παιδιά του : ……………… Στις 10-7-1972 απεβίωσε στην Αυστραλία η ……….. χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου και κατ’ ισομοιρίαν από τα παραπάνω έντεκα τέκνα της, τα οποία με την υπ’ αριθ. …../1977 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κυθήρων, αποδέχθηκαν για τον εαυτό τους και για λογαριασμό της μητέρας τους, που μεταποβίωσε, την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα τους, συμπεριλαμβανομένης σ’ αυτήν και του επιδίκου «λαζαρέτου», καταβάλλοντας τον αναλογούντα για τον καθένα από αυτούς φόρο κληρονομιάς (βλ. 4° φύλλο της ως άνω πράξης). Είναι άξιο μνείας ότι μετά την αποδοχή της κληρονομίας από τους συγκληρονόμους η …………. επεχείρησε να προβεί σε μεταγραφή του με αρ. ……/20-2-1932 πωλητηρίου (βλ. την από 26.2.1977 αίτηση προς το Υποθηκοφυλακείο Κυθήρων), ενέργεια που δεν πραγματοποίησε τελικά λόγω των αυξημένων τελών. Το έτος 1981 οι συγκληρονόμοι προέβησαν σε διανομή της  ακίνητης περιουσίας με το υπ’ αριθ. ……/1981 διανεμητήριο συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κυθήρων και συγκεκριμένα σε κατάτμηση του όλου ενιαίου ακινήτου σε τρία τμήματα, όπως εμφαίνεται στο συνημμένο στο άνω συμβόλαιο από Νοεμβρίου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……………, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ένα επιφάνειας 5.400 τ.μ., το οποίο περιλαμβάνει το επίδικο. Στη συνέχεια το έτος 1982 οι άνω συγκληρονόμοι προέβησαν σε νεότερη διανομή της ως άνω ακίνητης περιουσίας με το υπ’ αριθ. ……/1982 διανεμητήριο συμβόλαιο της ίδιας άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα και κατέτμησαν περαιτέρω το υπό στοιχεία (5) περιγραφόμενο σ’ αυτό παραπάνω ακίνητο επιφανείας 5.400 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο συνημμένο στο από Δεκεμβρίου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού ……….., όμως το υπό στοιχείο 1α τμήμα αυτού, επιφανείας 2.540 τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, παρέμεινε εκτός διανομής. Λόγω των επιγενόμενων θανάτων και άλλων κληρονόμων του ………….., οι κληρονόμοι αυτών αποδέχθηκαν την κληρονομία τους, κατά τα κληρονομικά τους μερίδια, στα οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο, με τις υπ’ αριθ. …./1984 και …./1997 αντίστοιχες πράξεις δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, που μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κυθήρων. Την 29-12-1998 οι κατά το χρόνο αυτό 18 επιζώντες κληρονόμοι του …………. με το υπ’ αριθ. ……./29-12-1998 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων, πώλησαν και παραχώρησαν στον εναγόμενο ένα ακίνητο συνολικού εμβαδού 2.540 τ.μ., κείμενο στη νήσο των Κυθήρων, στον οικισμό Καψάλι, στη θέση ….., όπως αυτό εμφαίνεται με αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΑ στο συνημμένο στο άνω συμβόλαιο από Μαΐου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού ……………, το οποίο ακίνητο συνορεύει, σύμφωνα με το άνω τοπογραφικό, βορειοδυτικά με παραλιακή κοινοτική οδό και πέρα απ’ αυτήν με θάλασσα, βόρεια με αγροτικό δρόμο, βορειοανατολικά με αγροτικό δρόμο, ανατολικά με αγροτικό δρόμο, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία …………. και …………… και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία …… ………… Το ακίνητο αυτό περιλαμβάνει το κτίσμα του λοιμοκαθαρτηρίου, που είχε πωληθεί στον αρχικό δικαιοπάροχο του εναγόμενου  …………..από το Δημόσιο με το με αρ. ……./20-2-1932 πωλητήριο και κατ΄ επέκταση και το επίδικο ακίνητο (1.757,46 τ.μ), η δε λοιπή έκταση (2.540 – 1.757,46) προέρχεται από το ακίνητο που είχε  αποκτήσει ο …. . με τους αρχικούς του τίτλους ιδιοκτησίας. Στο με αρ. ……/20-2-1932 πωλητήριο αναφέρεται ότι το πωληθέν ακίνητο από το Δημόσιο στον αρχικό δικαιοπάροχο …………… είναι εμβαδού περίπου 500 τμ., όμως τα κτίσματα του λοιμοκαθαρτηρίου καταλαμβάνουν με την εσωτερική αυλή έκταση 884,90 τ.μ., όπως προκύπτει από το από Δεκέμβριο του 2007 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού ……………, που συνοδεύει τον τίτλο κτήσεως του εναγομένου. Παρά όμως τη διαφορά αυτή της έκτασης μεταξύ του πωλητηρίου συμβολαίου (500 τμ. περίπου) με το άνω τοπογραφικό διάγραμμα κτήσεως του εναγομένου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο άνω πωλητήριο συμβόλαιο του απώτερου δικαιοπαρόχου του εναγομένου περικλείονται τα κτίσματα του λοιμοκαθαρτηρίου, με την εσωτερική τους αυλή, όπως προκύπτει από την περιγραφή του άνω πωλητηρίου (κτίριον αποτελούμενον εξ 6 δωματίων μετά προαυλίου και συνεχόμενου οικοπέδου….). Στην αγωγή ως επίδικο ακίνητο ορίζεται εδαφική έκταση 1.757,46 τ.μ., μικρότερη από αυτή που απέκτησε ο εναγόμενος (2.540 τμ.), όμως ευρύτερη από το κτίσμα του λαζαρέτου με την αυλή του (884,90 τ.μ.) και κριτήριο για τον καθορισμό αποτέλεσε η ύπαρξη παλιάς ξερολιθιάς, που αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που επισυνάπτεται στην αγωγή, γύρω από το κτίσμα του λοιμοκαθαρτηρίου.

      Το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο της έφεσής του υποβάλλει αίτημα πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διακριβωθεί η ακριβής έκταση που είχε καταλάβει ο δικαιοπάροχος του εναγομένου, όμως η διενέργεια αυτής (που ανάγεται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 194/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δεν κρίνεται απαραίτητη, αφού καταρχήν το πωλητήριο αυτό συμβόλαιο, λόγω μη μεταγραφής του, δεν προσπόρισε κυριότητα στον …………….. και όπως έχει γίνει δεκτό σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας, το κτίσμα του λαζαρέτου (που ενδιαφέρει το ενάγον και είναι αυτό ουσιαστικά το αντικείμενο της παρούσας δίκης) δεν ενέπιπτε στην Εγχώρια περιουσία. Tο εδαφικό τμήμα εμβαδού 884,90 τ.μ., ακριβώς όση η έκταση του Λαζαρέτου με την εσωτερική αυλή του, περιλαμβάνεται στο περίγραμμα του ορίου οικισμού Καψαλίου προ του 1923 (βλ. το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, το προσκομιζόμενο επίσημο αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2-9-1969 έκθεσης καθορισμού ορίων οικισμού Καψαλίου, μετά του συνημμένου σκαριφήματος, σε συνδυασμό με την με αρ. πρωτ. ……/22-12-1998 βεβαίωση του Προέδρου της τότε Κοινότητας Κυθήρων). Κατά το νεώτερο από Δεκεμβρίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………., ολόκληρο το επίδικο περιλαμβάνεται πλέον στον οικισμό του Καψαλίου, δεν προκύπτει όμως από αυτό ότι περιλαμβανόταν στον οικισμό, όπως τα όρια αυτού ίσχυαν πριν το έτος 1923, πριν τη θέσπιση του ν. 3127/2003. Το άνω εδαφικό τμήμα των 884,90 τμ., που περιλαμβάνει το λαζαρέτο και την αυλή του, οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου από το έτος 1932 και κατόπιν ο τελευταίος από τις 29.12.1998, νέμονταν αδιαλλείπτως, διενεργώντας τις πράξεις νομής που προαναφέρθηκαν – όσον αφορά τους δικαιοπαρόχους του εναγομένου – χωρίς να οχληθούν με οποιονδήποτε τρόπο από το  Ελληνικό Δημόσιο, ούτε από το ίδιο το ενάγον. Ο ίδιος ο εναγόμενος μετά την αγορά του ακινήτου προέβη σε εκτεταμένες εργασίες και δαπάνες νεπισκευής, ανακαίνισης, διαμόρφωσης εξωτερικών και εσωτερικών χώρων και εν γένει αναβάθμισης και ανάδειξης του επιδίκου, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο, δυνάμει της μελέτης αποκατάστασης και επανάχρησης του λοιμοκαθαρτηρίου Κυθήρων, που συνέταξε η αρχιτέκτονας ……………….., η οποία εγκρίθηκε από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Μετά δε την ανακαίνιση, που έγινε με σεβασμό προς το κτίσμα, χρησιμοποιεί αυτό ως κατοικία επιτρέποντας τις επισκέψεις σ’ αυτό. Κατά την κτήση της νομής του λαζαρέτου, κατά την οποία κρίνεται η καλοπιστία του νομέα (ΑΚ 1044), ο απώτερος δικαιοπάροχος του εναγομένου ήταν καλόπιστος, αφού είχε αγοράσει το ακίνητο αυτό από το ίδιο το Δημόσιο, ενώ η παράλειψη της μεταγραφής του πωλητηρίου συμβολαίου δεν σημαίνει κακή πίστη αυτού ή όσων απέκτησαν το λαζαρέτο μεταγενέστερα, όπως και του εναγομένου, με δεδομένο ότι ήταν δυνατή η μεταγραφή του συμβολαίου αυτού και μετά, όπως είχε επιχειρήσει η δικαιοπάροχος του εναγομένου ……………… Η κήρυξη αυτού ως διατηρητέου ή η αλληλογραφία της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με το ενάγον (επιστολή της 6ης-10-1997 για το ιδιοκτησιακό καθεστώς) δεν σημαίνουν αμφισβήτηση της κυριότητας από το Δημόσιο, ενώ αντίθετα πλήθος δημοσίων υπηρεσιών αναγνώριζαν εμμέσως τους δικαιοπαρόχους του εναγομένου ως ιδιοκτήτες του επιδίκου ακινήτου και μεταξύ άλλων ο Δήμος Κυθήρων, το Υπουργείο Δημοσίων Έργων (γραφείο πολεοδομίας Πειραιώς) και η ΔΕΗ (βλ. τις υπ’ αριθ. …../2-12-1998, ……/22-12-1998 βεβαιώσεις της τότε Κοινότητας Κυθήρων, την υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2-9-1969 έκθεση του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, το ………/1978 έγγραφο της ΔΕΗ, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως σε επίσημα αντίγραφα). Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος με προσμέτρηση της νομής των δικαιοπαρόχων του είχε καταστεί κύριος έναντι του Δημοσίου ως προς το κτίσμα του λαζαρέτου και την αυλή του με ειδική έκτακτη χρησικτησία, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 § 1 περ. β’ του Ν. 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, αφού συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της άνω διάταξης (εδαφικό τμήμα έως 2.000 τμ., ευρισκόμενο εντός οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων, δεδομένου ότι το Καψάλι με βάση την απογραφή του 1991 είχε 63 κατοίκους βλ. σε wikipedia, χρησικτησία άνω των 30 ετών έως την 19-3-2003, βλ. ΑΠ 618/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

    Τις ίδιες πράξεις νομής όμως ασκούσαν οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου και στο ευρύτερο εδαφικό τμήμα των 1.757,46 τ.μ. από το έτος 1932. Υπό την εκδοχή επομένως ότι το ευρύτερο αυτό εδαφικό τμήμα (αφού αφαιρεθούν τα 884,90 τ.μ. του λαζαρέτου) ανήκε στην Εγχώριο Περιουσία και όχι στους δικαιοπαρόχους του εναγομένου (το οποίο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο), αυτοί είχαν καταστεί κύριοι αυτού με έκτακτη χρησικτησία, καθώς αυτή είχε συμπληρωθεί έως την 2/12/1968, την έναρξη ισχύος δηλαδή του ν.δ  31/1968, που εφαρμόζεται όπως εκτέθηκε και για τα ακίνητα της Εγχώριας περιουσίας, που προστατεύονται με τις διατάξεις περί προστασίας των ΟΤΑ.

      Τα ίδια ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για το ίδιο το κτίσμα του λαζαρέτου για τη περίπτωση που αυτό δεν είχε περιέλθει στο Ελληνικό Δημόσιο. Δηλαδή και αν θεωρηθεί ότι το λαζαρέτο με την Ένωση των Κυθήρων με το Ελληνικό Βασίλειο δεν περιήλθε στο Δημόσιο και περιλαμβανόταν στην Εγχώριο περιουσία της νήσου, όπως ισχυρίζεται το ενάγον, οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ασκούσαν σ΄ αυτό (όπως σε ολόκληρο το επίδικο) τις προαναφερόμενες πράξεις νομής από την ημέρα που απέκτησε αυτό ο απώτερος δικαιοπάροχός τους (1932), αρχικά με βάση τις διατάξεις του Ιονίου Αστικού Κώδικα και κατόπιν υπό τον ΑΚ, έως την έναρξη ισχύος του ν.δ. 31/1968, (1932 –1946 και κατόπιν 1946 – 2.12.1968, 22 έτη), ώστε είχαν καταστεί κύριοι αυτού με έκτακτη χρησικτησία και κατ’ επέκταση και ο εναγόμενος, ο οποίος τους διαδέχθηκε στη νομή.

       Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, αφού αποδείχθηκε ότι το τμήμα του επιδίκου ακινήτου με το λοιμοκαθαρκτήριο δεν περιλαμβανόταν στην εγχώριο περιουσία και σε κάθε περίπτωση ο εναγόμενος είχε καταστεί κύριος ολόκληρου του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, με βάση τον ισχυρισμό που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επανέφερε στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις του, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη

      Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ομοίως την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και σε ορισμένα σημεία με συνοπτική αιτιολογία, η οποία επιτρεπτά συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα δε αντίθετα αναφέρει το ενάγον με την κρινόμενη έφεσή του, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση

 

Β. Νομοθεσία σχετική με την απόφαση :

•Συνθήκη των Παρισίων του 1815

•Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του έτους 1817,

ΚΣΤ΄ Πράξη της 11.8.1834 της Ε΄ Γερουσίας, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του Συντάγματος του 1817

Ι΄ Πράξη της Η΄ Γερουσίας της 14/26.5.1845,

Νόμος ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας»

ΨΞβ΄ της 27.12.1878 – ΦΕΚ 2/1879  

•ΥΙΓ της 27.5.1871 – ΦΕΚ 24/1871

•ΨΓ της 9.11.1878 – ΦΕΚ 64/1878 και

•ΑΦΓ της 28.5.1887 – ΦΕΚ 142/1887

 • ν. 23551920,

ν.δ. 617/1941

ν. 514/1943,

 • άρθρο 84 του ν. 1416/1984

• Ιόνιος Πολιτικός Κώδικας /Ιόνιος Αστικός Κώδικας

• ΕισΝΑΚ 64 και 65

• ΑΚ 1045

Νόμος  περί προστασίας δημοσίων κτημάτων 21.6.1837   

 •ν. ΑΦΔ/1887 

Π.δ. 272/1985 «Οργάνωση και αρμοδιότητες του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων», που τροποποιήθηκε με το π.δ. 138/2004 «Προσαρμογή διατάξεων του π.δ. 272/1985 σε αυτές του ν. 2539/1997 κλπ».

 

Γ. Λόγοι έφεσης

•Εσφαλμένη  ερμηνεία και  εφαρμογή  νόμου    

Εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων

Για να δείτε το σύνολο της απόφασης όπως δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό τόπο   του Εφετείου Πειραιώς πατήστε εδώ