Δημοσιεύθηκε  ο νέος νόμος 4679/2020 (ΦΕΚ  Α ΄ 71 20/3/2020) για τα εμπορικά σήματα   με τίτλο «Εμπορικά σήματα - ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και της οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, και άλλες διατάξεις»

Ι. Σύμφωνα με τα  ειδικότερα περιλαμβανόμενα στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ( για να δείτε το κείμενο  της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής δημοσιευμένο στο www.hellenicparliament.gr  πατήστε εδώ) το φερόµενο προς συζήτηση και ψήφιση νοµοσχέδιο, όπως διαµορφώθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εµπορίου, ενσωµατώνει διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 ( για να δείτε το κείμενο  της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 δημοσιευμένο στο https://eur-lex.europa.eu/homepage.html πατήστε εδώ) για την προσέγγιση των νοµοθεσιών των κρατών µελών περί σηµάτων, και της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ ( για να δείτε το κείμενο  της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 δημοσιευμένο στο  https://eur-lex.europa.eu/homepage.html πατήστε εδώ) το κείμενο  σχετικώς µε την επιβολή των δικαιωµάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, αποτελείται δε από ένδεκα Κεφάλαια και εκτείνεται σε ενενήντα άρθρα.

        Στο Κεφάλαιο Α΄ (άρθρα 1-6) καθορίζεται το πεδίο εφαρµογής του νόµου, δίνονται ορισµοί για τις ανάγκες εφαρµογής του, και προσδιορίζονται οι απόλυτοι και οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου του σήµατος. Σηµειώνεται ότι θεσπίζεται το πρώτον στην εθνική έννοµη τάξη η δυνατότητα κατάθεσης νέου είδους σηµάτων, όπως είναι, ενδεικτικώς, τα «σήµατα θέσης», δηλαδή σήµατα που συνίστανται στο συγκεκριµένο σηµείο τοποθέτησης ή επίθεσης του σήµατος στο προϊόν, τα «σήµατα µοτίβου», τα «ολογραφικά σήµατα» κ.ά.

    Στο Κεφάλαιο B΄ (άρθρα 7-15) ρυθµίζεται το περιεχόµενο και η έκταση του δικαιώµατος επί του σήµατος, ορίζονται οι περιπτώσεις που συνιστούν χρήση αυτού, λαµβανοµένου υπόψη και του χρόνου κατάθεσης της σχετικής δήλωσης και καταχώρισης, η απαγόρευση προπαρασκευαστικών πράξεων σε συνάρτηση µε τη χρήση συσκευασίας ή άλλων µέσων, η ανατύπωση του σήµατος σε λεξικά, το ζήτηµα της καταχώρισης σήµατος εκ µέρους πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου του δικαιούχου του σήµατος, οι περιπτώσεις περιορισµού των αποτελεσµάτων του σήµατος, οι περιπτώσεις ανάλωσης και απώλειας του δικαιώµατος λόγω ανοχής, καθώς και η διαίρεση της δήλωσης κατάθεσης ή της καταχώρισης του σήµατος.

    Στο Κεφάλαιο Γ΄ (άρθρα 16-19) ρυθµίζονται οι προϋποθέσεις και οι συνέπειες µεταβίβασης του δικαιώµατος στο σήµα και στη δήλωση κατάθεσης σήµατος, ορίζονται περιπτώσεις παραχώρησης άδειας χρήσης σήµατος και δήλωσης κατάθεσης σήµατος και, γενικότερα, ρυθµίζεται η µεταχείριση του σήµατος ως περιουσιακού αγαθού, επί του οποίου µπορούν να συνιστώνται εµπράγµατα δικαιώµατα και να αποτελεί αυτό αντικείµενο αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως και οι δηλώσεις κατάθεσης σήµατος.

    Στο Κεφάλαιο Δ΄ (άρθρα 20-37) περιλαµβάνονται ειδικότερες ρυθµίσεις σχετικώς µε την δήλωση κατάθεσης σήµατος και τις προϋποθέσεις αποδοχής αυτής, µεταξύ δε άλλων, η διαδικασία εξέτασης της δήλωσης και των λόγων παραδεκτού και απαραδέκτου αυτής, η διοικητική διαδικασία προβολής αντιρρήσεων µε τη µορφή ανακοπής και η υποβολή ενδίκων βοηθηµάτων κατά των αποφάσεων της Διοικητικής Επιτροπής Σηµάτων, οι αρµοδιότητες της οποίας επίσης ειδικώς καθορίζονται, η διαδικασία καταχώρισης και η οργάνωση του µητρώου σηµάτων σε βάση δεδοµένων, τα οποία τυγχάνουν της αντίστοιχης προστασίας, καθώς και ειδικότερα ζητήµατα για την τήρηση των σχετικών φακέλων, τη διάρκεια και την ανανέωση της καταχώρισης των σηµάτων, καθώς και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Άρθρα 24 και 28 του νόμου  4679/2020 (ΦΕΚ  Α ‘ 71 20/3/2020)

Είναι σημαντικό να επισημανθούν  -μεταξύ των λοιπών αλλαγών που επέρχονται με το νέο νόμο – οι αλλαγές που επιφέρει ο νόμος 4679/2020 (ΦΕΚ  Α ‘ 71 20/3/2020) σε δύο θέματα του δικαίου των σημάτων και ειδικότερα  α. στο θέμα της διοικητικής προστασίας των  προγενεστέρων σημάτων  και β. στην εισαγωγή της απόδειξης χρήσης και στις αγωγές στα πολιτικά δικαστήρια για την αστική προστασία του σήματος.

Άρθρο 24 :

Πιο συγκεκριμένα , όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται  στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4679/2020 (ΦΕΚ  Α ‘ 71 20/3/2020):

 •Ο νέος νόμος εισάγει διαφορετική μορφή διοικητικής προστασίας για τα προγενέστερα σήματα. Συγκεκριμένα, όταν κατατίθεται μια νέα δήλωση σήματος, αν ο έλεγχος της Διεύθυνσης Σημάτων εντοπίσει κάποιο όμοιο ή παρόμοιο προγενέστερο σήμα, η νεότερη δήλωση σήματος δεν απορρίπτεται αυτεπάγγελτα. Αντίθετα, ενημερώνεται ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, για να ασκήσει ανακοπή. Αν δεν ασκηθεί ανακοπή η νεότερη δήλωση σήματος μπορεί να γίνει δεκτή και να καταχωρηθεί. Έτσι, οι λόγοι για τους οποίους η Διεύθυνση Σημάτων απορρίπτει μια δήλωση σήματος είναι μόνο οι λόγοι που ανάγονται στα απόλυτα απαράδεκτα του άρθρου 4. Αντίθετα, τα σχετικά απαράδεκτα του άρθρου 5 προβάλλονται μόνο με ανακοπή. Η νέα αυτή πρακτική ισχύει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και του κόσμου και είναι και η πρακτική του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της ΕΕ(EUIPO).

• Μεταξύ των λόγων που σημειώνονται στην αιτιολογική έκθεση για την κατάργηση του αυτεπάγγελτου προελέγχου από τη Διεύθυνση Σημάτων είναι η αντιφατικότητα  να γίνεται υπηρεσιακός προέλεγχος για σχετικά απαράδεκτα από τη Διεύθυνση, όταν ακόμα και οι ίδιοι οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων δεν μπορούν να τα αντιτάξουν, αν δεν έχουν κάνει χρήση. Επισημαίνεται ,εξάλλου, ότι  στο πλαίσιο του νόμου που ισχύει ήδη από το 2012, ο δικαιούχος ενός προγενέστερου σήματος δεν μπορεί να αντιταχθεί σε μεταγενέστερη αίτηση σήματος, αν το προγενέστερο σήμα δεν  χρησιμοποιείται πράγματι στην αγορά.

Η άσκηση αξιώσεων από το σήμα είναι συνδεδεμένη με τη χρήση του. Έτσι, ανακοπές που ασκούνται με βάση σήματα που δεν χρησιμοποιούνται, απορρίπτονται.

Άρθρο 28 :

Πιο συγκεκριμένα , όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται  στην αιτιολογική έκθεση του νόμου:

 •Το άρθρο 28 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τα άρθρα 40 και 54. Οι διατάξεις αυτές εισάγουν την ένσταση απόδειξης της χρήσης του σήματος.

•Η προστασία που παρέχει ο νόμος στο καταχωρημένο σήμα συνδέεται στενά με τη χρήση του για συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Το σήμα προστατεύεται μόνο στην έκταση που χρησιμοποιείται. Συνεπώς, κάθε φορά που ο σηματούχος ασκεί, με βάση το σήμα, ανακοπή κατά της καταχώρισης μεταγενέστερης δήλωσης σήματος, ο καθ’ ού η ανακοπή μπορεί, κατ’ ένσταση, να ζητήσει από τον ανακόπτοντα να αποδείξει ότι χρησιμοποιεί το σήμα και για ποια προϊόντα ή υπηρεσίες το χρησιμοποιεί.

•Ομοίως και σε περίπτωση που ο σηματούχος ασκεί αίτηση ακυρότητας σήματος, ο καθ΄ ού η αίτηση μπορεί να προβάλει την ίδια ένσταση απόδειξης χρήσης.

•Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, με το άρθρο 40, εισάγει την ένσταση απόδειξης της χρήσης και στις αγωγές στα πολιτικά δικαστήρια για την αστική προστασία του σήματος. Ο εναγόμενος μπορεί κατ’ ένσταση να ζητήσει από τον ενάγοντα σηματούχο να αποδείξει, αν πράγματι χρησιμοποιεί το σήμα και για ποια προϊόντα ή υπηρεσίες.

Για να δείτε το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου όπως  δημοσιεύθηκε  στο www.hellenicparliament.gr πατήστε εδώ

Στο Κεφάλαιο Ε΄ (άρθρα 38-48) περιλαµβάνονται διατάξεις σχετικώς µε την αστική και ποινική προστασία του δικαιούχου του σήµατος σε περίπτωση προσβολής του σήµατος. Ειδικότερα, προσδιορίζεται η έννοια της προσβολής του σήµατος και ρυθµίζονται οι αξιώσεις του δικαιούχου κατά του προσβολέα, ο τρόπος απόδειξης της προσβολής και η δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάξει την προσκόµιση αποδεικτικών µέσων που βρίσκονται στην κατοχή του προσβολέα, το δικαίωµα του δικαιούχου του σήµατος να ενηµερωθεί για την προέλευση και τα δίκτυα διανοµής των εµπορευµάτων ή των υπηρεσιών που προσβάλλουν το σήµα (δικαίωµα ενηµέρωσης), η ένσταση µη χρήσης του σήµατος εκ µέρους του δικαιούχου ως µέσου άµυνας του εναγοµένου για προσβολή του σήµατος, η προστασία του σήµατος µέσω ασφαλιστικών µέτρων κ.λπ. Με το άρθρο 47 ρυθµίζονται ζητήµατα δικαιοδοσίας, αφενός, της Διεύθυνσης Σηµάτων, της Διοικητικής Επιτροπής Σηµάτων και των Διοικητικών Δικαστηρίων και, αφετέρου, των πολιτικών δικαστηρίων.

Το Κεφάλαιο ΣΤ΄ (άρθρα 49-55) ρυθµίζει την παραίτηση και την έκπτωση από το δικαίωµα στο σήµα, τους λόγους και τη διαδικασία έκπτωσης, καθώς και τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις κήρυξης σήµατος ως άκυρου.

Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ΄ (άρθρα 56-70) ρυθµίζονται, αφενός µεν, τα «σήµατα πιστοποίησης», ικανά να διακρίνουν προϊόντα ή υπηρεσίες, «όσον αφορά στο υλικό, τον τρόπο παρασκευής (…), την ποιότητα, την ακρίβεια ή άλλα χαρακτηριστικά µε εξαίρεση τη γεωγραφική προέλευση», αφετέρου δε, τα «συλλογικά σήµατα», ικανά να διακρίνουν «τα προϊόντα ή  τις υπηρεσίες των µελών της οργάνωσης που είναι δικαιούχος του σήµατος από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων».

Το Κεφάλαιο Η΄ (άρθρα 71-82) αφορά τα «διεθνή σήµατα», δηλαδή, τα σήµατα που κατατίθενται κατά τους όρους της εθνικής νοµοθεσίας, διαβιβάζονται στο Διεθνές Γραφείο του Παγκόσµιου Οργανισµού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (World Intellectual Property Organization) και καταχωρίζονται στο οικείο Διεθνές Μητρώο, κατά τα οριζόµενα στο Πρωτόκολλο της Μαδρίτης, όπως αυτό έχει κυρωθεί µε το άρθρο πρώτο του ν. 2783/2000, καθώς και, αντιστρόφως, την επέκταση στην ελληνική επικράτεια της προστασίας από διεθνή καταχώριση («εγκεκριµένη διεθνή καταχώριση»), και τη µετατροπή διεθνούς καταχώρισης σε εθνικό σήµα.

Το Κεφάλαιο Θ΄ (άρθρα 83-84) αναφέρεται στο «σήµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως αυτό διέπεται από τον Κανονισµό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, και, ιδίως, στη µετατροπή του σε εθνικό.

Το Κεφάλαιο Ι΄ (άρθρο 85) αφορά την προστασία σηµάτων που καταθέτουν αλλοδαποί, κατ’ επανάληψη των σχετικών διατάξεων του ν. 4072/2012.

Το Κεφάλαιο ΙΑ΄ (άρθρα 86-90) περιλαµβάνει «ειδικές, µεταβατικές και τελικές διατάξεις», περί δηµοσιεύσεων, καθορισµού τελών, εξουσιοδότησης προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων να ρυθµίζει ειδικότερα θέµατα της Διοικητικής Επιτροπής Σηµάτων, καταργούµενες και µεταβατικές διατάξεις, καθώς και ακροτελεύτιο άρθρο περί του χρόνου έναρξης ισχύος του νόµου.

 

ΙΙ. Όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου  νόμου 4679/2020  κατά την οικονομική θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης (endogenous growth) η ορθολογική ρύθμιση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας μπορεί να ενισχύσει την καινοτομία, την τεχνολογική εξέλιξη και τελικά την οικονομική ανάπτυξη (βλ. Paul Romer, Endogenous technological change, Journal of Political Economy, 1990, σελ. 71-102)

     Η έλλειψη επαρκούς νομικής προστασίας για τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνιστά αντικίνητρο για την έρευνα, αφού χωρίς αυτήν κανένας δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί οικονομικά την καινούργια γνώση που δημιουργεί και γι’ αυτό δεν έχει κίνητρο για να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία. Από την άλλη πλευρά, η υπέρμετρη προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας οδηγεί σε νομικά μονοπώλια και περιορίζει τη διάχυση της γνώσης και τον ανταγωνισμό. Η ορθολογική προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνιστά απολύτως αναγκαίο κίνητρο για την επένδυση στην έρευνα, για την καινοτομία, για τη διάχυση της γνώσης και ενισχύει τον ανταγωνισμό. Η εύρεση της χρυσής τομής είναι το ζητούμενο τόσο για το νομοθέτη, όσο και για τον εφαρμοστή του δικαίου.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο βαθμός νομικής προστασίας και οι εξουσίες που παρέχονται στο σήμα έχουν μεγάλη σημασία για την ελευθερία του ανταγωνισμού και για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Η υπέρμετρη προστασία του σήματος μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητο περιορισμό του ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό η ορθολογική νομική προστασία για τα εμπορικά σήματα ενισχύει τη διαφοροποίηση στην αγορά και τον ανταγωνισμό, καθώς επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διεκδικούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς μέσα από τη βελτίωση της ποιότητας, της καινοτομίας και των τιμών των προϊόντων και ανταποκρινόμενες καλύτερα στις ανάγκες των καταναλωτών.

Επίσης, η ορθολογική προστασία των εμπορικών σημάτων βελτιώνει το επίπεδο πληροφόρησης των καταναλωτών για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τους επιτρέπει να λαμβάνουν οικονομικές αποφάσεις που ανταποκρίνονται περισσότερο στα συμφέροντά τους. Το βασικό κριτήριο για την εύρεση της χρυσής τομής στο πεδίο της προστασίας των εμπορικών σημάτων είναι η «διακριτική ικανότητα». Σήματα που έχουν διακριτική ικανότητα ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη. Αντίθετα, η μονοπώληση ενδείξεων που στερούνται διακριτικής ικανότητας οδηγεί σε περιορισμό του ανταγωνισμού. Έτσι, η προστασία των εμπορικών σημάτων πρέπει να συμπορεύεται με την ενίσχυση του ανταγωνισμού και να μην οδηγεί στον περιορισμό του (βλ. απόφαση Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) της 18.6.2002, C-299/99, Philips κατά Remington, παρ. 30 και 78).

 

•Εθνικό σήμα  και σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

   Περαιτέρω στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται η αναγκαιότητα σύγκλισης  του εθνικού σήματος και του σήματος της Ευρωπαικής Ένωσης  και ειδικότερα:

    Στην έννομη τάξη μας συνυπάρχει το εθνικό σήμα με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ. Από την άποψη αυτή, εύλογο είναι ότι το εθνικό σήμα πρέπει να προστατεύεται όπως το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιβάλλεται η σύγκλιση εθνικού σήματος και σήματος της ΕΕ και δεν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν τη διαφοροποιημένη προστασία τους. Η σύγκλιση αυτή επιβάλλεται για πολλούς λόγους, όπως:

α. Θα είναι επωφελές αν το εθνικό δίκαιο των σημάτων υιοθετήσει την ίδια στάθμιση συμφερόντων, όπως το αντίστοιχο ενωσιακό δίκαιο για το σήμα της ΕΕ (βλ. Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ). Αυτή η στάθμιση συμφερόντων σχετίζεται άμεσα με την ελευθερία του ανταγωνισμού και τον βαθμό, στον οποίο αυτή πρέπει να περιορίζεται με τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στο σήμα. Η ρύθμιση του σήματος της ΕΕ είναι πιο ευνοϊκή για την ελευθερία του ανταγωνισμού. Η ίδια στάθμιση συμφερόντων πρέπει να υιοθετηθεί και στο εθνικό δίκαιο.

β. Θα ήταν ανορθόδοξο το εθνικό σήμα να ρυθμίζεται διαφορετικά από το σήμα της ΕΕ.

Και τα δύο επιτελούν την ίδια συναλλακτική και οικονομική λειτουργία και δεν δικαιολογείται διαφορετική ρύθμιση. Μάλιστα, αν ο εθνικός νομοθέτης χορηγήσει στο εθνικό σήμα μεγαλύτερη προστασία από αυτή που χορηγεί ο ενωσιακός νομοθέτης στο σήμα της ΕΕ, τότε το εθνικό σήμα μπορεί να αποτελέσει εργαλείο καταστρατήγησης της ισορροπίας που επιδιώκει ο ενωσιακός νομοθέτης ανάμεσα στα αποκλειστικά δικαιώματα που εξασφαλίζει το δικαίωμα στο σήμα και στην ελευθερία του ανταγωνισμού. Μια τέτοια σύγκρουση αξιών και σταθμίσεων ανάμεσα στην εθνική και την ενωσιακή έννομη τάξη δεν δικαιολογείται.

γ. Το σύστημα του σήματος της ΕΕ θεωρείται το πιο σύγχρονο παγκοσμίως. Αναθεωρήθηκε το 2015, μετά από μια μακρά νομοθετική διαδικασία που ξεκίνησε το 2011 και στηρίχθηκε σε εκτεταμένη μελέτη που εκπόνησε για λογαριασμό της ΕΕ το Max Planck Institut.

Το σύστημα του σήματος της ΕΕ υιοθετεί τα πιο σύγχρονα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης για την επιρροή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην οικονομική ανάπτυξη, ιδίως όπως αυτά καταγράφονται και αναλύονται από την οικονομική θεωρία της «ενδογενούς ανάπτυξης».

δ. Το σύστημα του σήματος της ΕΕ αποτελεί ήδη διεθνώς πρότυπο προς το οποίο επιδιώκουν να συγκλίνουν νομοθετικά όλες οι χώρες, ακόμα και αυτές που δεν είναι μέλη της ΕΕ. Έτσι, η σύγκλιση του εθνικού σήματος με το σήμα της ΕΕ θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αλλοδαπών που έχουν συναλλαγές και επενδύσεις στην Ελλάδα.

ε. Ήδη τα περισσότερα κράτη – μέλη της ΕΕ που μετέφεραν στο εσωτερικό τους δίκαιο την Οδηγία 2015/2436 επέλεξαν να μην περιοριστούν σε απλή μεταφορά της Οδηγίας, αλλά να συγκλίνει η νομοθεσία τους και με το σύστημα του σήματος της ΕΕ που θεσπίζει ο Κανονισμός 2017/1001.

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται αφενός η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2436 για τα εμπορικά σήματα και αφετέρου η προσέγγιση του εθνικού σήματος στο σύστημα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 2017/1001.

Η Οδηγία 2015/2436 εισάγει νέους θεσμούς που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, π.χ. περιορίζοντας την προστασία εμπορικών σημάτων που δεν χρησιμοποιούνται με την καθιέρωση της ένστασης απόδειξης χρήσης σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες για εμπορικά σήματα, ή περιορίζοντας την προστασία σημάτων που περιλαμβάνουν στοιχεία που στερούνται διακριτικής ικανότητας και ιδίως προβλέποντας, ότι η περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες προστατεύεται το σήμα πρέπει να είναι ειδική και συγκεκριμένη.

Παράλληλα, η Οδηγία παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες διαφοροποίησης στην αγορά, μέσα από την κατοχύρωση νέων «μη παραδοσιακών» μορφών σημάτων, εφόσον έχουν διακριτική ικανότητα, εγκαταλείποντας την προϋπόθεση της «γραφικής παράστασης» ως απαραίτητο όρο για την προστασία του σήματος και εισάγοντας το νέο θεσμό των «σημάτων πιστοποίησης». Όλα αυτά συνιστούν εργαλεία ενίσχυσης της διαφοροποίησης στην αγορά και τελικά του ανταγωνισμού.

Εν συνεχεία  στην αιτιολογική έκθεση γίνεται ειδική αναφορά ότι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο – και ήδη νόμο- επιδιώκεται να ενισχυθεί η διεθνής ομοιομορφία των νομικών κειμένων για τα εμπορικά σήματα.  Διευκρινίζεται ότι ελήφθησαν, επίσης, υπόψη οι διατάξεις του Κανονισμού 2017/1001 για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβλήθηκε προσπάθεια οι διατάξεις του νομοσχεδίου να ακολουθούν τη φραστική διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων του Κανονισμού. Όπως και στο ν. 4072/2012, έτσι και στο προτεινόμενο νομοσχέδιο η διάταξη της ύλης σε κεφάλαια ακολουθεί τη διάταξη της ύλης στον Κανονισμό 2017/1001 για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιδιώκεται η προσέγγιση της ρύθμισης για το εθνικό σήμα στο σύστημα του σήματος της ΕΕ.

•Εθνικό σήμα και Διεθνές Σήμα

Ειδική μνεία  γίνεται στην αιτιολογική έκθεση για το λεγόμενο διεθνές σήμα που συνυπάρχει στην έννομη τάξη  με το  εθνικό σήμα   και με το σήμα της ΕΕ. Ειδικότερα :

Στην έννομη τάξη μας συνυπάρχουν το εθνικό σήμα με το σήμα της ΕΕ και το λεγόμενο διεθνές σήμα. Το εθνικό σήμα ισχύει εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Το σήμα της ΕΕ ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 2017/1001 ΕΕ. Απονέμεται από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της ΕΕ (EUIPO) και ισχύει με τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Εξάλλου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WIPO) τηρεί ένα διεθνές μητρώο σημάτων σύμφωνα με το Διεθνές Πρωτόκολλο της Μαδρίτης του 1989 (ν. 2783/2000, Α’ 1).

Αλλοδαποί που επιθυμούν να αποκτήσουν σήμα στην Ελλάδα, μπορούν, αντί να καταθέσουν εθνικό (ελληνικό) σήμα, να καταθέσουν σήμα στο διεθνές μητρώο του WIPO.

Η κατάθεση αυτή καλείται «διεθνής καταχώριση», πρόκειται, όμως, για απλή εγγραφή, παρά για καταχώριση σήματος μετά από εξέταση των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση του δικαιώματος.

Μετά την κατάθεση αυτή, ο WIPO διαβιβάζει την αίτηση στην ελληνική Διεύθυνση Σημάτων, όπου εξετάζεται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, χορηγείται δικαίωμα σήματος που ρυθμίζεται από τον ελληνικό νόμο.

Όμως, η αίτηση διατηρεί ως ημερομηνία χρονικής προτεραιότητας, την ημερομηνία κατάθεσης στο διεθνές μητρώο του WIPO. Με την ίδια διαδικασία Έλληνες μπορούν μέσω του WIPO να αποκτήσουν σήματα σε άλλες χώρες. Τα άρθρα 71 έως 82 περιέχουν διατάξεις για την εφαρμογή του Διεθνούς Πρωτοκόλλου της Μαδρίτης του 1989 από τη Διεύθυνση Σημάτων.

•Ελληνικό Σήμα

Ιδιαίτερη αναφορά  γίνεται στην αιτιολογική έκθεση  και για το Ελληνικό Σήμα.

Με το νέο  νόμο διατηρούνται σε ισχύ τα άρθρα 184 επ. του ν. 4072/2012 για το Σήμα Ελληνικών Προϊόντων και Υπηρεσιών (κοινώς: Ελληνικό Σήμα). Το Ελληνικό Σήμα δεν είναι εμπορικό σήμα, αλλά ένδειξη ποιότητας που απονέμεται από τη Διοίκηση σε αγροτικά κυρίως προϊόντα.

Παρά τη χρήση του ίδιου όρου («σήμα»), πρόκειται για θεσμό διαφορετικό από το εμπορικό σήμα που δεν σχετίζεται ούτε με τον παρόντα νόμο, ούτε με τα άρθρα 121 ως 183 του ν. 4072/2012 που καταργούνται.

Επιπρόσθετα, διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση ότι στο νέο  νόμο προτιμήθηκε η χρήση του όρου «εθνικό σήμα», αντί του όρου «ελληνικό σήμα», για να μην υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στο εμπορικό σήμα που ρυθμίζεται από το παρόν σχέδιο νόμου και το Σήμα Ελληνικών Προϊόντων και Υπηρεσιών που ρυθμίζεται από τα άρθρα 184 επ. του ν. 4072/2012.

 

•Δικαιοδοσία πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων

Τέλος στην αιτιολογική έκθεση του νόμου παρατίθεται το πλαίσιο  εντός του οποίου ρυθμίζεται με το νέο νόμο η  δικαιοδοσία των πολιτικών και των διοικητκών δικαστηρίων σχετικά με την  ακύρωση του σήματος ή για την έκπτωση από αυτό. Ειδικότερα:

 

Στο οικείο σημείο τη αιτιολογικής έκθεσης επισημαίνεται για μια φορά ακόμα  ότι  είναι εύλογη και επιβεβλημένη η σύγκλιση του εθνικού σήματος με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα σημειώνονται:

•Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο επιτελούν την ίδια λειτουργία στην αγορά και δεν δικαιολογείται να προστατεύονται σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο.

Μέχρι σήμερα, η σημαντικότερη διαφοροποίηση του σήματος της ΕΕ είναι ότι, όταν ο σηματούχος ασκεί αγωγή κατά τρίτου για προσβολή του σήματος, ο εναγόμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανταγωγή για την ακύρωση του σήματος ή για την έκπτωση από αυτό.

Χάριν προστασίας του σηματούχου, προβλέπεται ότι οι λόγοι έκπτωσης ή ακυρότητας προβάλλονται μόνο με ανταγωγή και όχι με ένσταση. Αντίθετα, ο ισχύον σήμερα ν. 4072/2012 δεν επιτρέπει το ίδιο για το εθνικό σήμα. Με το ισχύον καθεστώς του ν. 4072/2012 παρατηρούνται περιπτώσεις όπου εθνικά αστικά δικαστήρια δικάζουν αγωγές που στηρίζονται ταυτόχρονα τόσο σε σήματα της ΕΕ, όσο και σε εθνικά, και τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα, μετά από ανταγωγή ακύρωσης, να ακυρώσουν τα σήματα της ΕΕ, αλλά  την ίδια στιγμή να κάνουν δεκτή την αγωγή με βάση τα εθνικά σήματα, το κύρος των οποίων δεν τους επιτρέπεται να ελέγξουν.  Αυτό συνιστά μια αντινομία και ανακολουθία.

Για να μπορούν τα πολιτικά δικαστήρια να δικάζουν ανταγωγές ακύρωσης του σήματος, πρέπει ολόκληρη η δικαιοδοσία για την ακύρωση του σήματος να μεταφερθεί από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά. Διαφορετικά, διασπάται η ενότητα της κρίσεως και δημιουργείται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί των ιδίων υποθέσεων και μεταξύ των ιδίων διαδίκων από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια.

Θα μπορούσε δηλαδή η μεν ανταγωγή ακύρωσης του σήματος που ασκείται στα πολιτικά δικαστήρια να απορριφθεί, αλλά αίτηση ακυρότητας του σήματος που ασκείται στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια να γίνει δεκτή.

Το ενδεχόμενο αυτό προσπαθεί να αποτρέψει το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος.

Από την άλλη πλευρά δεν είναι δυνατό να καταργηθεί ολοσχερώς η δυνατότητα να ζητηθεί η ακυρότητα ή η έκπτωση από σήμα ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων.

Τούτο διότι το άρθρο 43 της Οδηγίας 2015/2436 θεσπίζει υποχρέωση η έκπτωση ή ακυρότητα του σήματος να μπορεί να ζητηθεί και ενώπιον διοικητικής αρχής.

Ο λόγος είναι ότι ο συντάκτης της Οδηγίας υπολαμβάνει ότι η διαδικασία για την ακύρωση του σήματος θα είναι ταχύτερη ενώπιον μιας διοικητικής αρχής. Συνεπώς, η σύγκλιση του εθνικού σήματος με το σήμα της ΕΕ και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τάσσει η Οδηγία απαιτούν η αίτηση για έκπτωση ή ακύρωση σήματος να μπορεί να ζητηθεί και αυτοτελώς στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων, αλλά και με ανταγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, στο πλαίσιο αγωγής για την προσβολή του σήματος. Για να είναι αυτό συμβατό με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος, πρέπει η απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων επί αιτήσεων έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος  να προσβάλλεται στα πολιτικά δικαστήρια.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιτυγχάνει τα παραπάνω κυρίως με τα άρθρα 38 παρ. 12-17 και 51 παρ. 1. Στις διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται και ρυθμίσεις που αποτρέπουν το ενδεχόμενο η αίτηση έκπτωσης ή ακύρωσης να ζητηθεί ταυτόχρονα τόσο με ανταγωγή, όσο  και με αίτηση στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Οι διατάξεις αυτές επιτυγχάνουν την πλήρη σύγκλιση με το σύστημα του σήματος της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα εκπληρώνουν και τις απαιτήσεις του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος.

Σημειώνεται ότι ο νόμος μερίμνησε ιδίως για την αποτροπή του ενδεχομένου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, όπως π.χ. θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που ζητείται η ακυρότητα ή η έκπτωση σήματος τόσο με ανταγωγή στα πολιτικά δικαστήρια όσο και με αίτηση ακυρότητας στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια μεταξύ των ιδίων διαδίκων.

Προς τον σκοπό αποτροπής της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ο νόμος αποκλείει τη δυνατότητα να ζητηθεί η ακυρότητα ή η έκπτωση του σήματος ταυτόχρονα και στα πολιτικά δικαστήρια, αλλά και στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 51 παρ. 3 προβλέπει ότι: «Λόγοι έκπτωσης που έχουν προβληθεί με ανταγωγή δεν μπορεί να προβληθούν εκ νέου με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων.

Λόγοι έκπτωσης που έχουν προβληθεί με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων δεν επιτρέπεται να προβληθούν εκ νέου με ανταγωγή».

Για τον ίδιο λόγο το άρθρο 52 παρ. 11 εισάγει την ίδια ρύθμιση και για την ακυρότητα του σήματος και ορίζει ότι: «Λόγοι ακυρότητας που έχουν προβληθεί με ανταγωγή δεν μπορεί να προβληθούν εκ νέου με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων.

Λόγοι ακυρότητας που έχουν προβληθεί με αίτηση στη Διεύθυνση Σημάτων δεν επιτρέπεται να προβληθούν εκ νέου με ανταγωγή».

Εξάλλου, η παράγραφος 15 του άρθρου 38 προβλέπει ότι: «Ο εναγόμενος, μετά την επίδοση από τον ενάγοντα της αγωγής προσβολής του σήματος, δικαιούται να προβάλει την έκπτωση ή την ακυρότητα του σήματος μόνο με ανταγωγή».

Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι δεν είναι δυνατό το ζήτημα της έκπτωσης ή ακυρότητας σήματος να ανακύψει μεταξύ των ιδίων διαδίκων τόσο στο πλαίσιο ανταγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, όσο και στο πλαίσιο αυτοτελούς αίτησης στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων και τα διοικητικά δικαστήρια. Βεβαίως, είναι πιθανό περισσότεροι και διαφορετικοί διάδικοι να ζητήσουν την έκπτωση ή ακυρότητα άλλοι μεν με ανταγωγή και άλλοι με αίτηση στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.

Μπορεί, δηλαδή, ένας διάδικος που ενάγεται για προσβολή σήματος να ζητήσει την ακυρότητά του με ανταγωγή στο πολιτικό δικαστήριο, και ένας άλλος που δεν έχει εναχθεί να ζητήσει την ακυρότητα του σήματος στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων.

Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, έχουμε ανεξάρτητες δίκες μεταξύ διαφορετικών διαδίκων και δεν ανακύπτει ούτε ζήτημα δεδικασμένου, ούτε ζήτημα  αντιφατικών αποφάσεων.

Επισημαίνεται περαιτέρω στην αιτιολογική έκθεση ότι  δεν θα μπορούσε η έκβαση της μιας δίκης που κινεί ο ένας διάδικος να δεσμεύει και να προκαταλαμβάνει την έκβαση της άλλης που κινεί άλλος διάδικος. Σε μια τέτοια περίπτωση η διαφορά των διαδίκων αποκλείει την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, γιατί για αντιφατικές αποφάσεις γίνεται λόγος μόνο μεταξύ των ιδίων διαδίκων και όχι μεταξύ διαφορετικών διαδίκων.

ΙΙΙ. Συνέπειες της εφαρμογής  των κυρίων ρυθμίσεων του  νόμου στην Οικονομία

   Στην Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων διευκρινίζεται ότι η κύρια ρύθμιση του σχεδίου νόμου – και ήδη νόμου  4679/2020 (ΦΕΚ  Α ‘ 71 20/3/2020) – είναι η εναρμόνιση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2015/2436 ΕΕ. (Για να δείτε  το κείμενο της Έκθεσης  Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων όπως δημοσιεύθηκε στο  www.hellenicparliament.gr  πατήστε εδώ)

    Ενδεικτικά σημειώνουμε μερικές από τις περιλαμβανόμενες στην ως άνω Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων συνέπειες   της κύριας ως άνω αναφερόμενης ρύθμισης  στην Οικονομία και πιο συγεκριμένα:

 α.Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου αφορούν όλες τις επιχειρήσεις , αλλά πιο άμεσα αυτές που απευθύνονται στο ευρύ καταναλωτικό κοινό

 β.Η επίδραση των ρυθμίσεων του νέου νόμου στη δομή της αγοράς είναι η ακόλουθη:

•Ενίσχυση του ανταγωνισμού  

•Αποτροπή και περιορισμός επιπτώσεων αδικαιολόγητου αποκλεισμού από την αγορά ιδίως νέων επιχειρήσεων

•Μείωση του κόστους συναλλαγών (μειώνονται δραστικά  κόστη  για την απόκτηση και τη διατήρηση σημάτων  αλλά και τη διαχείριση των σημάτων γενικότερα )

•Αποτροπή περιττών δικαστικών αντιδικιών μεταξύ επιχειρήσεων και  γενικά μείωση των δικαστικών διαδικασιών που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις

3. Αν και το κόστος για νέες επιχειρήσεις καθαυτό δεν επηρεάζεται σημαντικά, ωστόσο με τις νέες ρυθμίσεις μειώνεται  δραστικά για τη θέση σε κυκλοφορία νέων προϊόντων στην αγορά

4. Οι νέες ρυθμίσεις παροτρύνουν τις επιχειρήσεις να αποβλέπουν στην πρωτοτυπία των εμπορικών σημάτων που επιλέγουν. Το marketing και η διαφήμιση των επιχειρήσεων θα προσανατολιστεί σε πιο πρωτότυπες και καινοτόμες ιδέες  και νέα πρότυπα

 

Για να δείτε  το κείμενο  του νόμου  νόμου  4679/2020 (ΦΕΚ  Α ' 71 20/3/2020) όπως δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο www.et.gr πατήστε εδώ