Α. Σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπ.αριθμ. απόφαση 1141/ 2019 του Γ’   τμήματος του Αρείου Πάγου:

«………..Κατά το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 "περί αιγιαλού και παραλίας", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και εξακολουθεί, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 2971/2001, να ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή, αυτές,για τις οποίες η έκθεση επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού και της παραλίας με το διάγραμμα της χάραξής τους συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν πριν από τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ 285Α/19.12.2001, ο αιγιαλός είναι κοινόχρηστο κτήμα, ανήκει στο Δημόσιο, προστατεύεται και διαχειρίζεται από αυτό (άρθρα 967, 968 ΑΚ). Είναι δε αιγιαλός η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει τη θάλασσα με ανώτατο όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φτάνουν, κατά τις συνηθισμένες και όχι έκτακτες αναβάσεις τους, τα κύματα της θάλασσας. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες. Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνητά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμέριου κύματος, η ζώνη της ξηράς που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού με απόφαση της διοικητικής επιτροπής, που προβλέπεται στα άρθρα 2 και 3 του α.ν. 2344/1940, και με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο δεν έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και, σε κάθε τοπική περίπτωση, ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός με πρόσχωση, ανήκει στην εκτίμηση όχι της διοίκησης αλλά του τακτικού δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια.

    Ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις ισχυούσες διατάξεις των άρθρων 1 του α.ν. 2344/1940, 967 και 968 ΑΚ, η δε κυριότητα, στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι εκείνη του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν δηλαδή τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής.

    Ο αιγιαλός μόνο με πρόσχωση από φυσικά ή και τεχνητά αίτια (άρθρο 9 του α.ν. 2344/1940) μπορεί να απωλέσει το χαρακτήρα του ως τέτοιου (όταν παύσει να περιβρέχεται από τις συνηθισμένες μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμερίου κύματος), αφού η ιδιότητα λωρίδας γης ή αιγιαλού αποτελεί συνάρτηση καθαρά φυσικών φαινομένων και, επομένως, αυτός, έστω και αν απωλέσει το χαρακτήρα του και καταστεί παλαιός αιγιαλός, εξακολουθεί ex lege να ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου χωρίς να συντρέχει ανάγκη, μετά από την αλλαγή αυτή, να αναζητηθεί άλλος τρόπος κτήσης ή διατήρησης της κυριότητας του Δημοσίου, όπως με χρησικτησία. Ο ισχυρισμός δε ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού και ότι, επομένως, δεν μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση ότι το διεκδικούμενο είναι αιγιαλός (ΟλΑΠ 24/2000, ΑΠ 116/2018).    

      Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της με το Νόμο ΔΣΙΓ'/1913 κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε ότι στις Νέες χώρες, που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, νήσοι του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία διατηρούνται όμως εν ισχύει αι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου αι ρυθμίζουσαι τα επ' αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμενες χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι".

     Ο με το νόμο αυτό περιορισμός της ισχύος του Νόμου "περί γαιών" μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ' αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο, μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια και, συνακόλουθα, όσον αφορά την Κρήτη μετά τις 11.5.1915, αφότου η νήσος ενώθηκε με την Ελλάδα. Εξάλλου, όπως είναι ιστορικά γνωστό, το 1897 η Κρήτη που κατεχόταν από τις Δυνάμεις, αναγνωρίστηκε αυτόνομη, με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και σχηματίστηκε Εθνική Κυβέρνηση στο νησί, κάτω από την υψηλή Επιτροπεία του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος (1898). Κατά τη διάρκεια της αυτονομίας της Κρήτης και, συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1904, τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος ν. 147/1914 και μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα (11.5.1915) και μέχρι την κατάργησή του, η οποία επήλθε, με βάση τα άρθρα 1, 5 αριθ. 3 του ΕισΝΑΚ και 1 παρ. 1 του ν.δ. της 7/10 Μαΐου 1946, στις 22 Φεβρουαρίου 1946, δεδομένου ότι από τις 23 Φεβρουαρίου 1946 άρχισε η ισχύς του Αστικού Κώδικα (ΑΠ 555/2016). Περαιτέρω, από τα άρθρα 198, 199, 201 και 202 του εφαρμοστέου στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, Κρητικού ΑΚ, προκύπτει, ότι τα κτήματα της επικρατείας διακρίνονται σε δημόσια, που είναι αναπαλλοτρίωτα και στα οποία υπάγεται και ο αιγιαλός (ΑΠ 104/2013) και σε ανήκοντα στην περιουσία του κράτους, τα οποία υπόκεινται σε απαλλοτρίωση, και περί των οποίων ρητώς ορίζεται με το άρθρο 302 του ιδίου Κώδικα, ότι υπόκεινται στους περί χρησικτησίας ορισμούς, ενώ στο άρθρο 303 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι τα εκτός συναλλαγής πράγματα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας. Δημόσια κτήματα είναι μόνον εκείνα, που αναφέρονται στο άρθρο 199 Κρητικού ΑΚ, και στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 200 Κρητικού ΑΚ όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην περιουσία του κράτους και, επομένως, υπάγονται στο περί αυτών νομικό καθεστώς.

     Εξάλλου, κατά τα άρθρα 1-3 του, προϊσχύσαντος του Κρητικού ΑΚ, Οθωμανικού Νόμου "Περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274, οι γαίες διακρίνονται σε: α) καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), την κυριότητα των οποίων είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β) δημόσιες (μιριγιέ), (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), η κυριότητα των οποίων ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) αφιερωμένες (βακούφια), η χρήση και εκμετάλλευση των οποίων γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες (μετρουκέ) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) νεκρές (μεβάτ) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 27/2019), ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1248 και 1660 του Οθωμανικού ΑΚ, στην πρώτη από την οποία προβλέπονται οι τρόποι κτήσης κυριότητας, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία, και στη δεύτερη που προβλέπει τη δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει, ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, με την επιφύλαξη για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από εκείνον που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών (ΑΠ 80/2015). Επομένως ο χρόνος που διέδραμε στη διάρκεια ισχύος της Οθωμανικής νομοθεσίας δεν υπολογίζεται για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία. Ο Κρητικός όμως Κώδικας θέσπισε με τα άρθρα 1356 και 1357 αυτού, που συνιστούν διατάξεις διαχρονικού δικαίου, ειδική ρύθμιση, για τον υπολογισμό του χρόνου ο οποίος διέδραμε πριν από την ισχύ του. Κατά την πρώτη διάταξη, ο χρόνος που ορίζεται από τον παρόντα νόμο για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία αρχίζει, αφότου υπήρξαν όλα τα προσόντα, τα οποία απαιτούνται από το νόμο για τη χρησικτησία και εάν, κατά την έναρξη ισχύος αυτού,είναι συμπληρωμένος ο χρόνος της χρησικτησίας ή υπολείπεται για τη συμπλήρωση του χρονικό διάστημα, που είναι μικρότερο της πενταετίας, η κυριότητα δεν αποκτάται πριν περάσουν πέντε έτη από την ισχύ του νόμου, ενώ κατά την δεύτερη, η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής νομή, n οποία απαιτείται για την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, υπολογίζεται από την ημέρα, κατά την οποία άρχισε, εφόσον εξακολουθεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου (ΑΠ 555/2016).

     Ειδικότερα, κατά το άρθρο 293 του Κρητικού Αστικού Κώδικα, " ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητο δυνάμει τίτλου, κατά τους νομίμους τύπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος αυτού δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής" και κατά το άρθρο 294 αυτού "καλή πίστει νομεύς είναι ο αγνοών, ότι απέκτησε το πράγμα παρά μη αληθούς κυρίου. Επί χρησικτησίας αρκεί η εν αρχή της νομής καλή πίστις".     Περαιτέρω, από μεν τις διατάξεις των άρθρων 299 και 298 του αυτού Κώδικα προκύπτει, ότι επί έκτακτης χρησικτησίας ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και επί τακτικής χρησικτησίας ο ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας, το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον έχει έγκυρο μεταγεγραμμένο τίτλο και καλή πίστη κατά τη στιγμή της διαδοχής, από δε τη διάταξη του άρθρου 302 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι υπόκεινται σε χρησικτησία, μη εξαιρούμενα από αυτήν, τα ανήκοντα στην περιουσία του κράτους και υποκείμενα σε απαλλοτρίωση κτήματα. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε σιωπηρώς από το άρθρο 21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξαιρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι της ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του ν. ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν στην Κρήτη από 11.5.1915. Από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, από το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός ΑΚ (23.7.1904), επί γαιών που αποτελούσαν κτήματα ανήκοντα στην απαλλοτριωτή περιουσία του Κράτους και όχι στην αναπαλλοτρίωτη, όπως ο αιγιαλός, ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον η χρησικτησία συμπληρωνόταν μέχρι τις 11.5.1915, με συνυπολογισμό, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι 15 ετών το πολύ νομής πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος του Κρητικού ΑΚ (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής χρησικτησίας, με συνυπολογισμό μέχρι 5 ετών το πολύ νομής με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη), πριν από το χρόνο έναρξης ισχύος του Κρητικού ΑΚ (ΑΠ 1706/2018)……»

« ……       Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, σχετικά με την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων: "Το επίδικο ακίνητο έκτασης 125,40 τ.μ. βρίσκεται εντός της κτηματικής περιφέρειας του χωριού ..., στη θέση "..." και συνορεύει από τρεις πλευρές, ήτοι βόρεια, ανατολικά και δυτικά με αιγιαλό, και νότια με ιδιοκτησία Κ.. Στο ακίνητο αυτό έχει ανεγερθεί από το έτος 1964 κτίσμα, που καταλαμβάνει ολόκληρο το επίδικο και λειτουργεί ως ταβέρνα. Με την 19065/11-12-1990 απόφαση του Νομάρχη ….και μετά από σύμφωνη γνώμη του ΓΕΝ επικυρώθηκε η από 22-9-1980 έκθεση της αρμόδιας επιτροπής καθορισμού αιγιαλού και παραλίας στην περιοχή "..." καθώς και το συνημμένο σε αυτήν τοπογραφικό διάγραμμα. Με την ως άνω απόφαση, η οποία μαζί με την έκθεση και το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, δημοσιεύτηκαν στην ΕτΚ...., έγινε ο διοικητικός καθορισμός των ορίων του αιγιαλού και της παραλίας στην παραπάνω περιοχή και καθορίστηκαν στο ανωτέρω διάγραμμα με κόκκινη γραμμή τα όρια του αιγιαλού και με κίτρινη γραμμή τα όρια της παραλίας. Η διαδικασία καθορισμού κινήθηκε κατόπιν της από 28-9-1976 αιτήσεως του Γ. Κ., όπως αναφέρεται στην ανωτέρω έκθεση της επιτροπής, η οποία για το καθορισμό του αιγιαλού έλαβε υπόψη της την από 27-4-1977 έκθεση της ίδιας επιτροπής, το από 25-6-1978 έγγραφο του ΓΕΝ, τα στοιχεία των προηγούμενων καθορισμών αιγιαλού-παραλίας στη γειτονική περιοχή, αεροφωτογραφίες και την σχηματισθείσα αντίληψη από την επιτόπια μετάβαση των μελών της. Με το διοικητικό αυτό καθορισμό το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται εντός της ζώνης του αιγιαλού και συγκεκριμένα βρίσκεται 25 μέτρα εντός του αιγιαλού. Ειδικότερα το επίδικο βρίσκεται στη μύτη μιας μικρής χερσονήσου (τμήματος ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται από αυτή από τρεις πλευρές). Η βόρεια πλευρά του, απέχει από την ακτογραμμή (διαχωριστική γραμμή ξηράς και θάλασσας σε ηρεμία) 10-15 μέτρα, η δυτική πλευρά του απέχει από την ακτογραμμή 3 μέτρα περίπου, η ανατολική πλευρά του απέχει από την ακτογραμμή 15 μέτρα περίπου και η νότια πλευρά απέχει από την οριογραμμή του αιγιαλού 25 μέτρα περίπου. Δεξιά της ανωτέρω μικρής χερσονήσου, όπου βρίσκεται το επίδικο, είναι ο ποταμός … και αριστερά εκτείνεται η αμμώδης παραλία .... Το έτος 1964 ο Ν. Φ., απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, υπέβαλε στη Νομαρχία …. την από 20-8-1964 αίτησή του και έλαβε τη 241/15-9-1964 οικοδομική άδεια ανέγερσης ισογείου καταστήματος 125 τ.μ. στη θέση "...". Με βάση την άδεια αυτή οικοδόμησε ισόγειο κατάστημα διαστάσεων 11 Χ 11,40 μ., το οποίο λειτουργούσε ως ταβέρνα μέχρι το θάνατο του το έτος 1969 και αποτελεί το επίδικο. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το υπόμνημα της ανωτέρω αδείας του μηχανικού Σ. Κ. εμφανίζει την ιδιοκτησία του Ν. Φ. να συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Εκκλησίας, νότια με ιδιοκτησίες Κ. και Π., χωρίς όμως να αποτυπώνεται και να αναφέρεται ότι βόρεια, ανατολικά και δυτικά είναι αιγιαλός και θάλασσα. Η ανωτέρω άδεια εκδόθηκε με βάση την από 7-8-1964 βεβαίωση του τότε Προέδρου της Κοινότητας ..., σύμφωνα με την οποία στη θέση ... ή ... υπήρχαν παλαιά οικήματα, που κατεδαφίστηκαν από τους Γερμανούς. Η βεβαίωση αυτή, με βάση την οποία εκδόθηκε η οικοδομική άδεια και ανεγέρθη το επίδικο στον αιγιαλό αναφέρει γενικά και αόριστα ότι υπήρχαν οικήματα στη θέση ..., που κατεδαφίστηκαν από τους Γερμανούς, χωρίς να προσδιορίζεται η ειδικότερη θέση των οικημάτων στη θέση "...", η οποία είναι ευρύτερη περιοχή και περιλαμβάνει το επίδικο και την εκτεινόμενη αριστερά του επιδίκου μεγάλης έκτασης αμμώδη παραλία "..." και επιπλέον δεν κάνει καμία αναφορά στον αιγιαλό και στη θάλασσα. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι, ενώ οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο τίτλος του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Ι. Τ. είναι το ….52/1902 πωλητήριο συμβόλαιο, με το οποίο ο Γ. Κ. πώλησε στον Ι. Τ. μία οικία "χαμώγειον" στη θέση ..., που συνορεύει με κτήματα Ν. Π., Α. Π. και με παραλία, δεν γίνεται χρήση του συμβολαίου αυτού για τη λήψη της παραπάνω οικοδομικής άδειας. Το επίδικο για το λόγο αυτό δεν περιλαμβάνεται στον ανωτέρω τίτλο του 1902 αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στους μεταγενέστερους τίτλους των ετών 1970 και 1972 των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων αναφέρεται ότι συνορεύει δυτικά με ιδιοκτησία Κ. και βόρεια, νότια και ανατολικά με θάλασσα, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στον αρχικό τίτλο του 1902. Πρέπει ακόμα να επισημανθεί η αντίφαση μεταξύ του …52/1902 συμβολαίου που αφορά μια οικία "χαμώγειον" δηλαδή ερείπιο και του ισχυρισμού των εναγόντων και της επικαλούμενης φωτογραφίας του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, στην οποία φαίνεται ότι κατά τις αρχές του 1900 υπήρξε οικοδόμημα πλήρες και όχι ερείπιο. Επομένως το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον επικαλούμενο με αριθμό ….52/1902 τίτλο. Αντίθετα περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από τους ενάγοντες μεταγενέστερους τίτλους των ετών 1970 και 1972. Συγκεκριμένα με το ….93/27.1.1970 διανεμητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κ. Γ., το επίδικο περιήλθε στους Λ. και Κ. Τ. (ετεροθαλή αδέλφια του Ν. Φ.) και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, περιγράφεται δε ως διώροφη παραθαλάσσια οικία, συνορευόμενη με κτήματα δυτικά Κ., βόρεια, νότια και ανατολικά με θάλασσα. Ακολούθως με το ….15/31.2.1970 προικοσύμφωνο του ιδίου παραπάνω συμβολαιογράφου ο ανωτέρω Λ. Τ. συνέστησε προίκα υπέρ της κόρης του, δεύτερης ενάγουσας και το επίδικο περιήλθε σε αυτήν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και με το ….16/4-2-1970 συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου περιήλθε στον αρχικό πρώτο ενάγοντα από αγορά από το Κ. Τ.. Έτσι από το έτος 1970 ο αρχικά πρώτος ενάγων και η δεύτερη ενάγουσα σύζυγος του, κατείχαν το επίδικο, λειτουργώντας σε αυτό ταβέρνα για την εξυπηρέτηση δε των πελατών αυτής το Μάρτιο του 1979 άρχισαν να ανεγείρουν αυθαίρετα ένα δωμάτιο για να επεκτείνουν την υπάρχουσα οικοδομή και τον Ιούνιο 1979 ο αρχικός πρώτος ενάγων προέβη σε μεταβολή του αιγιαλού με την απόρριψη μπαζών και την επίστρωση αυτών παραπλεύρως της ταβέρνας, τον Μάρτιο του έτους 1983 προέβη στην ανέγερση κτίσματος διαστάσεων 4,30 Χ 4 Χ 3,50 μέτρα με σκεπή από ελενίτ, επεκτείνοντας έτσι το κατάστημα και στην κατασκευή στεγανού βόθρου. Το Σεπτέμβριο δε του έτους 1983, του κοινοποιήθηκε το 13762/1983 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας …. με το οποίο καλείται να απομακρύνει από το κτίσμα, που χρησιμοποιεί ως εξοχικό κέντρο και βρίσκεται εντός αιγιαλού, όλα τα αντικείμενα, προκειμένου να απελευθερωθεί διότι είναι κατεδαφιστέο, ως κείμενο εντός των ορίων του αιγιαλού. Ακόμα από το από 9-1-1989 έγγραφο του τότε αστυνομικού σταθμού ..., προκύπτει ότι προέβαινε σε παράνομη κατάληψη του αιγιαλού με την εναπόθεση χωμάτων. Στις 6-2-1989 υπάλληλοι της αρμόδιας υπηρεσίας προέβησαν σε αυτοψία και διαπίστωσαν ότι στο υπάρχον κτίσμα ανατολικά αυτού έχει προστεθεί 115,60 τ.μ. αυλή με μπετόν, 19,50 τ.μ. κτίσμα και βόρεια αυτού 62,70 τ.μ. υπόστεγο από σιδηροκατασκευή σκεπασμένο με ελενίτ, οι κατασκευές δε αυτές, όπως φαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα έφθαναν μέχρι τα βράχια. Για το λόγο αυτό εκδόθηκαν το 3910/1983 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής για 20 τ.μ., το ….88/1982 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής αιγιαλού για 200 τ.μ. , δηλαδή για τα παραπάνω (κτίσμα, αυλή, υπόστεγο), το ……59/1979 πρωτόκολλο κατεδάφισης και τα ….3/1989, …20/1992 και ….46/1995 πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης. Από το ...13/9-8-1995 έγγραφο της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, η οποία προέβη σε σύγκριση αεροφωτογραφιών της περιοχής των ετών 1945 και 1960 με το διάγραμμα καθορισμού ορίων αιγιαλού - παραλίας, προκύπτει ότι το επίδικο κτίσμα δεν εντοπίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960, ευρίσκεται μέσα στη ζώνη του αιγιαλού, ο προσανατολισμός της περιοχής, τα χαμηλά υψόμετρα της ακτής και η αμμώδης σύσταση και η απουσία βλάστησης της ζώνης του αιγιαλού, δεν αφήνουν αμφιβολίες για την ορθότητα της χάραξης της οριογραμμής του αιγιαλού. Ανεξάρτητα από τον, ως άνω, διοικητικό καθορισμό της οριογραμμής του αιγιαλού, ο οποίος δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού σε τμήμα γης, που δεν βρέχεται από τις μέγιστες αλλά συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, το επίδικο είναι αιγιαλός διότι η ιδιότητά του αυτή προκύπτει από τα φυσικά φαινόμενα των μέγιστων αλλά συνήθων αναβάσεων των κυμάτων, λαμβανομένων υπόψη : α) της ελάχιστης απόστασης του επίδικου από την ακτογραμμή σε κατάσταση νηνεμίας (από 3 έως 15 μέτρα), β) της μικρής υψομετρικής διαφοράς αυτού από την ακτογραμμή σε κατάσταση νηνεμίας και του γεγονότος ότι αυτή οφείλεται εν μέρει στην ανέγερση του ανωτέρω κτίσματος, σε μπαζώματα και επιστρώσεις που έλαβαν χώρα από το έτος 1964 και εφεξής, γ) της θέσης του επίδικου, που βρίσκεται, όπως προαναφέρθηκε, στη μύτη μίας μικρής χερσονήσου, βρέχεται από τρεις πλευρές του από τη θάλασσα και βρίσκεται κυριολεκτικά πάνω στο κύμα, δ) των ανωτέρω κτισμάτων, του αρχικού που ανεγέρθηκε με την ανωτέρω οικοδομική άδεια του 1964, και των μεταγενέστερων αυθαίρετων κατασκευών, οι οποίες επηρεάζουν το κυματικό πεδίο και εμποδίζουν τα μέγιστα συνήθη κύματα να φθάσουν στο επίδικο. Επομένως, οι κατασκευές αυτές αποτελούν τεχνικής φύσεως έργα, τα οποία παρεμποδίζουν την ελεύθερη δράση των μέγιστων συνήθων κυμάτων και δεν αναιρούν την ιδιότητα του επίδικου ως αιγιαλού και ε) της ανέγερσης τοίχου από μπετόν ύφους 1,2 μέτρων, που φθάνει μέχρι τη θάλασσα και για το λόγο αυτό το κύμα δεν ανέρχεται στον προαύλιο χώρο του επιδίκου, όπως αναφέρει ο διορισθείς με την 230/1994 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πραγματογνώμονας Α. Μ.. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στο επίδικο ανεγέρθη το ανωτέρω κτίσμα με οικοδομική άδεια, διότι τα στοιχεία αυτά, δηλαδή η κατοχή της έκτασης και η ανέγερση κτίσματος κατόπιν εκδόσεως οικοδομικής άδειας, δεν κωλύουν την εφαρμογή των διατάξεων του ΑΝ 4344/1940 για τον αιγιαλό, ο καθορισμός των ορίων του οποίου είναι σε κάθε περίπτωση επιβεβλημένος εκ του νόμου και γίνεται κατά δέσμια αρμοδιότητα. Δεν αναιρούνται ούτε από το γεγονός ότι για επίδικο κτίσμα έκτασης 125,40 τ.μ. δεν εκδόθηκε πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης, όπως συνέβη για την έκταση των 200 τ.μ. (κτίσμα, υπόστεγο και αυλή) που κείται παραπλεύρως του επίδικου διότι, λόγω της ληφθείσας οικοδομικής άδειας του έτους 1964, προφανώς θεωρήθηκε ότι κατέχεται καλόπιστα. Τέλος η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός της ύπαρξης κτίσματος στις αρχές του 1900, στη θέση που βρίσκεται σήμερα το επίδικο, όπως φαίνεται στην προσκομιζόμενη φωτογραφία του Ιστορικού Αρχείου …... Η ανέγερση του κτίσματος αυτού πάνω στον αιγιαλό και δίπλα ακριβώς στη θάλασσα είτε ήταν βυρσοδεψείο, είτε σκάλα τελωνείου, είτε πυροβολείο, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες, ήταν λογική και αναμενόμενη για να επιτελέσει την κατά τον προορισμό του χρήση, αποτελούσε δε και τότε αιγιαλό καθόσον οι μεγαλύτερες αλλά συνηθισμένες αναβάσεις των κυμάτων έφθαναν μέχρι το κτίσμα αυτό, το οποίο, όμως, δεν κατέκλυζαν επειδή αυτές (αναβάσεις) ανακόπτονταν από την τοιχοποιία του κτίσματος. Κατ' ακολουθία των παραπάνω το επίδικο είναι αιγιαλός, υπό την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, διότι ανέκαθεν βρεχόταν σε όλη την έκτασή του από τα μέγιστα πλην συνήθη, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες, κύματα, μέχρι την ανέγερση του, ως άνω, κτίσματος, το έτος 1964, ενώ μετά την ανέγερση του κτίσματος παρεμποδίζονται τα χειμερινά κύματα από το κτίσμα και το τοιχίο.

Συνεπώς, πρόκειται περί αιγιαλού που δημιουργήθηκε από φυσικά αίτια, ο δε διοικητικός καθορισμός αυτού συμπίπτει ως προς τα όρια με τα όρια του αιγιαλού, που καθορίζονται από τις αναβάσεις των κυμάτων. Γι' αυτό, ως κοινόχρηστο πράγμα, ανήκε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας στο Οθωμανικό Δημόσιο, κατά δε την περίοδο από 2-8-1904, οπότε ίσχυε ο Κρητικός ΑΚ, ήταν, κατά τα άρθρα 199 και 202 αυτού, πράγμα κοινόχρηστο, ανεπίδεκτο νομής, αναπαλλοτρίωτο και κατ' ακολουθία τμήμα της δημόσιας κτήσης, δηλαδή κυριότητας του δημοσίου και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ως κοινόχρηστο πράγμα, ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, οποιαδήποτε μεταβολή της έκτασης αυτής, ήταν απαγορευμένη και οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν απέκτησαν κυριότητα στο επίδικο με το …..43/1970 συμβόλαιο, ούτε μεταβίβασαν αυτήν με τα …..15/1970 και ….16/1970 συμβόλαια στους ενάγοντες, αφού για να χωρίσει μεταβίβαση κυριότητας πρέπει να έχει αυτήν ο μεταβιβάζων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και αν ακόμη το επίδικο περιλαμβάνονταν στον, ως άνω, 4452/1902 τίτλο του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων, αυτοί δεν απέκτησαν την κυριότητα λόγω του χαρακτήρα του ως δημοσίου κτήματος, αλλά ούτε και με χρησικτησία, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο αιγιαλός και κατά τον Κρητικό ΑΚ και κατά τον ΑΚ ήταν δημόσιο αναπαλλοτρίωτο κτήμα, ενώ κατά το προϊσχύσαν του Κρητικού ΑΚ Οθωμανικό δίκαιο, δεν αναγνωρίζονταν ο θεσμός της χρησικτησίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, αφού έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στον αιγιαλό και απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό του εκκαλούντος, ο οποίος συνιστά καταλυτική της αγωγής ένσταση, έσφαλε και συνεπώς πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατ' αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης". Κατόπιν τούτου το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, κατ' αποδοχή ως βάσιμης της προβληθείσας ένστασης ότι το επίδικο αποτελούσε ανέκαθεν αιγιαλό, δηλαδή αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις: α) των άρθρων 967-968 ΑΚ και 1 του α.ν. 2344/1940, β) των άρθρων 5 παρ. 1 και 6 παρ. 2 και 3 της Συνθήκης των Αθηνών, τα οποία δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή (εφόσον αφορούν αναγνώριση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ακινήτων που είχαν αποκτηθεί με βάση το Οθωμανικό δίκαιο που δεν ανήκαν όμως στην κατηγορία των αναπαλλοτριώτων δημοσίων κτημάτων, στην οποία, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ανήκει το επίδικο ακίνητο, γ) των άρθρων 199, 201, 202, 302 και 303 του Κρητικού ΑΚ, ο δε τ1 αντίθετα υποστηρίζων από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος, κατά το σχετικό σκέλος του, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος: α) κατά το σκέλος του που αναφέρεται σε παραβίαση από το Εφετείο των διατάξεων των άρθρων 2, 293, 295, 1356 και 1357 του Κρητικού ΑΚ και 51 του ΕισΝΑΚ, διότι, κατά τους αναιρεσείοντες, ο απώτερος δικαιοπάροχος τους Ι. Τ. είχε αποκτήσει τη νομή του επιδίκου ακινήτου, το οποίο ήταν δεκτικό χρησικτησίας και, συνεπώς, ηδύνατο να αποκτήσει την κυριότητά του με δεκαετή (τακτική) ή εικοσαετή (έκτακτη) χρησικτησία, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, είναι αβάσιμος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το επίδικο αποτελούσε αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα, β) κατά το σκέλος του που αναφέρεται σε παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 47 και 132 του Οθωμανικού ΑΚ του έτους 1285 (1869), που παρότι αναφέρονται σε άσχετα προς την υπόθεση θέματα (πώληση εγκυμονούντος ζώου μετά του εμβρύου και ορισμός ποσοτήτων πραγμάτων), παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως εφαρμοστέες διατάξεις, προκειμένου το Εφετείο να καταλήξει στην κρίση ότι το επίδικο, ως κοινόχρηστο πράγμα, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας ανήκε στο οθωμανικό δημόσιο, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι αρκούσε η γενόμενη από το Δικαστήριο παραδοχή ότι τούτο, υπό την ισχύ τόσο του Κρητικού ΑΚ όσο και του ΑΚ αποτελούσε, ως αιγιαλός, αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα, προκειμένου να γίνει δεκτή η προβληθείσα από το αναιρεσίβλητο σχετική, καταλυτική της αγωγής, ένσταση, χωρίς ανάγκη αναδρομής στην περίοδο της ισχύος του Οθωμανικού δικαίου. Εξ άλλου, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της διέλαβε σε αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα του χαρακτηρισμού του επίδικου ακινήτου ως τμήματος αιγιαλού υπό την ισχύ τόσο του Κρητικού ΑΚ, όσο και του ΑΚ και, άρα, αναπαλλοτρίωτου κτήματος, ανήκοντος στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και μη δεκτικού χρησικτησίας, αλλά και ως προς το ότι τούτο (επίδικο) δεν περιλαμβάνεται στο υπ' αριθ. ….52/1902 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ι. Κ.. Η παραδοχή δε, ότι "και αν ακόμη το επίδικο περιλαμβάνονταν στον, ως άνω, ….52/1902 τίτλο του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων, αυτοί δεν απέκτησαν την κυριότητα λόγω του χαρακτήρα του ως δημοσίου κτήματος, αλλά ούτε και με χρησικτησία, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο αιγιαλός και κατά τον Κρητικό ΑΚ και κατά τον ΑΚ ήταν δημόσιο αναπαλλοτρίωτο κτήμα, ενώ κατά το προϊσχύσαν του Κρητικού ΑΚ Οθωμανικό Δίκαιο, δεν αναγνωρίζονταν ο θεσμός της χρησικτησίας" αποτελεί επάλληλη αιτιολογία, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης και δεν καθιστά ενδοιαστικό και αμφίβολο το σύνολο των παραδοχών του.

      Επομένως, ο πρώτος, κατά το σχετικό σκέλος του, λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναίρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλονται αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.

     Με τον δεύτερο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την παραδοχή του ότι "από τη μια πλευρά του επιδίκου, η οποία προσδιορίζεται ως η δεξιά, βρίσκεται ο ποταμός ….", του οποίου, συνεπώς, το επίδικο αποτελεί όχθη, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1238, 1239 και 1240 του Οθωμανικού ΑΚ του 1285 (1869) και 199 και 205 του Κρητικού ΑΚ, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι οι όχθες των ποταμών δεν ήταν κοινόχρηστες, αλλά ανήκαν στους ιδιώτες που είχαν την κυριότητα των παρόχθιων ιδιοκτησιών, αλλά και των άρθρων 26Α παρ. 1 του α.ν. 2344/1940, 1 παρ. 4 του ν. 2971/2001 και 967-968ΑΚ, κατά τα οποία οι όχθες των ποταμών είναι κοινόχρηστες και ανήκουν στο Δημόσιο υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι οι ποταμοί είναι πλεύσιμοι, ενώ διαφορετικά ανήκουν στους παρόχθιους ιδιοκτήτες, τόσο ευθέως, όσο και εκ πλαγίου λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, εφόσον δεν είναι δυνατόν το επίδικο να συνορεύει από τη μια πλευρά με ποταμό και συγχρόνως με αιγιαλό, αλλά και λόγω ασαφών αιτιολογιών ως προς το εάν το επίδικο αποτελεί τμήμα αιγιαλού ή όχθη ποταμού. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε ότι "το επίδικο βρίσκεται στη μύτη μιας μικρής χερσονήσου (τμήματος ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται από αυτή από τρεις πλευρές), δεξιά της οποίας είναι ο ποταμός Αλμυρός και αριστερά εκτείνεται η αμμώδης παραλία ..." και όχι ότι στη δεξιά πλευρά της μύτης της χερσονήσου, όπου βρίσκεται το επίδικο, ρέει και έχει όχθη ο ανωτέρω ποταμός, ενώ επίσης στις παραδοχές του διαλαμβάνεται σαφώς ότι το επίδικο βρέχεται από τρεις πλευρές του από τη θάλασσα και ότι "η βόρεια πλευρά του, απέχει από την ακτογραμμή (διαχωριστική γραμμή ξηράς και θάλασσας σε ηρεμία) 10-15 μέτρα, η δυτική απέχει από την ακτογραμμή 3 μέτρα περίπου και η ανατολική απέχει από την ακτογραμμή 15 μέτρα περίπου".

     Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τους οποίους, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΕισΝΑΚ και επί δικαιοπραξιών των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ΑΚ (ΟλΑΠ 324/1978, ΑΠ 329/2006, ΑΠ 1062/2004). Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως, παραβιάζονται δε και δημιουργείται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας ως προς την έννοια της δήλωσης βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας της δήλωσης ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Αντιθέτως οι ανωτέρω ερμηνευτικοί κανόνες δεν παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής και χωρίς κενά. Η διαπίστωση πάντως από το δικαστήριο της ύπαρξης ή μη κενού ή αμφιβολίας ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 26/2004, ΑΠ 396/2017). Εξάλλου οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται εκ πλαγίου, υπό την έννοια ότι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης κατά την έννοια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν δεν γίνεται σ' αυτήν αναφορά στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτησάντων ούτε διευκρινίζεται, έστω εμμέσως, αν υπάρχει ή όχι ασάφεια ή κενό στην δικαιοπραξία, και παρά ταύτα το δικαστήριο εφαρμόζει ή παραλείπει την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες φέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, ήτοι των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, λόγω μη εφαρμογής τους, προκειμένου το Εφετείο να διαμορφώσει την κρίση του ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο υπ' αριθ. …52/1902 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ι. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δεν εντόπισε την ύπαρξη κενού στη σύμβαση ή αμφιβολίας ως προς τη διατυπωθείσα βούληση των αντισυμβληθέντων στο ανωτέρω συμβόλαιο μερών για την πώληση διαφορετικού από το επίδικο ακινήτου, ώστε να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ προκειμένου να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης βουλήσεώς τους. Ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά το σκέλος που οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπάρκειες αναφέρονται στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση του σαφώς διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος.

  Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά" με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001 λόγω της κατάργησης του, κατά τα άρθρα 341 επ. ΚΠολΔ, συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι' αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 232/2018).

     Με τον πέμπτο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν αιγιαλός κατά την περίοδο ισχύος τόσο του Κρητικού ΑΚ (από 23-7-1904 μέχρι 23-2-1946), όσο και του ΑΚ και ειδικά μέχρι το έτος 1963, χωρίς να αναφέρει κάποιο αποδεικτικό μέσο, στο οποίο να επιστηρίζει την κρίση του. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρονται σ' αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, έκθεση πραγματογνωμοσύνης, έγγραφα), από τα οποία το Εφετείο ήχθη στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να απαιτείται η λεπτομερής εξειδίκευση τούτων ή η επιμέρους αξιολόγησή τους.

      Ο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο νενονός (ΟλΑΠ 2/2008). Έγγραφα, κατά τον προκείμενο λόγο, είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ αναφερόμενα ως αποδεικτικά έγγραφα, τα παρέχοντα άμεση ή έμμεση απόδειξη. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, παραμορφώθηκε, το διαφορετικό από αυτό περιεχόμενο που δέχθηκε το δικαστήριο, καθώς και το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης σε σχέση με τη συνδρομή ή όχι ορισμένων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 22/2018, 25/2011). Με τον τέταρτο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόνο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε την προσκομισθείσα με επίκληση από τους αναιρεσείοντες φωτογραφία του Ιστορικού Αρχείου …., που απεικόνιζε την περιοχή, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κατά τις αρχές του 1900, διότι αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ύπαρξη ενός και όχι δύο κτισμάτων, ενώ δεν αναφέρει την ύπαρξη βράχων έμπροσθεν του επιδίκου, ενός δένδρου πίσω από το βορειοδυτικό κτίσμα και πυκνής βλάστησης σε όλη τη χερσόνησο, όπου βρίσκεται το επίδικο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην προαναφερόμενη φωτογραφία, αλλ' απλώς τη συνεκτίμησε με τα λοιπά προσκομισθέντα με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις, έκθεση πραγματογνωμοσύνης, έγγραφα).

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, κατά το νόμιμο αίτημα του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/1957).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17-5-2018 αίτηση των Μ. Χ. του Θ. και Ι. Χ. του Θ. αναίρεση της υπ' αριθ. 34/2017 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Κρήτης……»

 

Για να δείτε το ολόκληρο το κείμενο της υπ ΄ αριθμ. 1141  / 2019 απόφαση  του Γ΄τμήματος του Αρείου Πάγου όπως δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου  πατήστε εδώ .

 

Β.  Νομοθεσία σχετική με την απόφαση:    

 α.ν. 2344/1940 "περί αιγιαλού και παραλίας",

•  αρθρ. 53 του ΕισΝΑΚ

•  άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 2971/2001,

 • άρθρα 967, 968 , 971 ΑΚ

• άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914

• Νόμος ΔΣΙΓ'/1913 της  κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας,

•Κρητικός Αστικός Κώδικας  αρθρα  198, 199, 201 και 202, 292, 294 , 302 , 1356 και 1357

•άρθρα 1, 5 αριθ. 3 του ΕισΝΑΚ  

• άρθρο  1 παρ. 1 του ν.δ. της 7/10 Μαΐου 1946

 •άρθρα 1-3 του  Οθωμανικού Νόμου "Περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274

•  άρθρο  21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ",

•ν. ΔΞΗ/1912

•  άρθρα  5 παρ. 1 και 6 παρ. 2 και 3 της Συνθήκης των Αθηνών

άρθρα 47 και 132 του Οθωμανικού ΑΚ του έτους 1285 (1869)

• άρθρα  173 και 200 ΑΚ

 

Γ. Διατάξεις της  αναιρετικής διαδικασίας σχετικές  με την απόφαση

•559,1 ΚΠολΔ

•559,10 ΚΠολΔ

•559 , 19 ΚΠολΔ

559 , 20 ΚΠολΔ